Λέγοντας Επιστήμη, εννοούμε την τεκμηριωμένη και αναμφισβήτητη γνώση που διαθέτουμε για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Η τεκμηρίωση κατά τον Πλάτωνα εξαντλείται στην λογική επιχειρηματολογία με το εργαλείο της διαλεκτικής, αγνοώντας επιδεικτικά τον πραγματικό Κόσμο. Έτσι στον Θεαίτητο εκφράζεται η άποψη «έστιν ουν επιστήμη δόξα αληθής μετά λόγου».
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, κάθε επιστήμη βασίζεται σε κάποιες αναγκαίες, καθολικές και γενικές αρχές, τίς «πρώτες αρχές» όπως τις χαρακτηρίζει που είναι «πρωταρχικές και αναπόδεικτες» όπως αναφέρει στα «Αναλυτικά Ύστερα», δηλαδή μεταφυσικές. Η εξήγηση ενός φαινομένου γίνεται με τον «αποδεικτικό» λεγόμενο συλλογισμό που την συνδέει με τις «πρώτες αρχές». Ο συλλογισμός ακολουθεί την τυπική λογική και είναι της μορφής « Αν όλα τα Α είναι Β και το Γ είναι Α τότε το Γ είναι Β».
Στις πρώτες αρχές ο επιστήμονας φτάνει με την επαγωγική ανάλυση των δεδομένων των αισθήσεων, της εμπειρίας, των κοινών δοξασιών και των προϋπαρχόντων γνώσεων, που αφορούν το διερευνώμενο θέμα. Απαιτείται από τον ερευνητή ένα διανοητικό άλμα για να συμπεράνει από το επι μέρους το καθολικό και από το ειδικό το γενικό όπου δοκιμάζεται η κριτική του ικανότητα η εμπειρία και η φαντασία του.
Και για τον Επίκουρο η τεκμηρίωση της Γνώσης βασίζεται στην παρατήρηση με τις αισθήσεις, την αρχή της αναλογίας, και την μέθοδο της επιμαρτύρησης και ουχ αντιμαρτύρησης ή αντιμαρτύρησης και ουχ επιμαρτύρησης από τα φαινόμενα, που αξιολογεί τα δεδομένα της εμπειρίας και την πλειότιμη λογική ανάλυση και αποτελεί την βάση της πειραματικής απόδειξης.
Ο Επίκουρος λοιπόν είναι αυτός που θέτει τις βάσεις της σύγχρονης Επιστημονικής Μεθοδολογίας, για την απόκτηση βέβαιης και μη αμφισβητήσιμης Γνώσης.
Δεν πρέπει βέβαια να παραβλέπουμε και το γεγονός, ότι από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, πολλά πειραματικά δεδομένα ιδιαίτερα από τον κόσμο της κβαντομηχανικής, όπως για παράδειγμα η διττή φύση των σωματιδίων και η μη τοπικότητα, έρχονται σε αντίθεση τόσο με την εμπειρία μας, όσο και με την κρατούσα τυπική λογική, αλλά παραδόξως όχι και με την πλειότιμη λογική του Δάσκαλου.
Αλλά ποια είναι η σημασία της Επιστήμης για τον άνθρωπο; Ο Αριστοτέλης απαντά ότι είναι στην φύση του ανθρώπου να αποζητά την Γνώση για αυτήν την ίδια, ανεξάρτητα από την όποια πρακτική χρησιμότητά της. Η κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και η αναζήτηση της αλήθειας είναι έργο των θεωρητικών επιστημών, δηλαδή των Μαθηματικών, της Φυσικής και της Μεταφυσικής που είναι η κατανόηση των πρώτων αρχών και αιτίων. Για τον Αριστοτέλη επομένως η Επιστήμη είναι αυτοσκοπός και η κατάκτηση της Γνώσης η υπέρτατη πνευματική ηδονή!
Ο Επίκουρος αντιμετωπίζει το πρόβλημα της Γνώσης με πιο σκεπτικιστική αλλά και πιο πρακτική οπτική από τον Αριστοτέλη. Η Επιστήμη χρησιμεύει για να ερμηνεύσουμε ικανοποιητικά τον κόσμο που μας περιβάλλει, ώστε να τον θεωρήσουμε οικείο και να απαλλαγούμε από τον φόβο που προκαλεί η άγνοια των αιτιών των φυσικών φαινομένων, με σκοπό να απολαύσουμε απερίσπαστοι τις ηδονές του βίου. Η αναζήτηση μιας απόλυτης αλήθειας και μιας αντικειμενικής πραγματικότητας δεν ενδιαφέρει τον Επίκουρο. Η Φιλοσοφία του θέτει ερωτήματα που μπορούν να απαντηθούν στην αντιληπτή μας πραγματικότητα και όχι στον ιδεατό κόσμο της ανθρώπινης δοξασίας. Η Επιστήμη επομένως δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον καταπολέμησης της άγνοιας και του φόβου, που θέτουν εμπόδια στην πορεία για τον Ευδαίμονα βίο.
Ενδιαφέρουσες οπωσδήποτε και οι δύο απόψεις περί Επιστήμης της Ελληνικής Φιλοσοφίας, που θέτουν όμως σε δεύτερη μοίρα την πρακτική εφαρμογή των Επιστημονικών γνώσεων.
Αλλά ποια είναι η θέση της Επιστήμης σήμερα; Θα λέγαμε σε πρώτη εντύπωση, ότι ο Επίκουρος είναι περισσότερο δικαιωμένος μιας και η Επιστήμη αποτελεί ξεκάθαρα μέσον και καθόλου αυτοσκοπό. Αλλά μέσον για ποιόν σκοπό;
Η Επιστήμη από την εποχή του διαφωτισμού και μετά υπακούει στους καπιταλιστικούς νόμους της αγοράς, που από την μια μεριά της έδωσαν τεράστια ώθηση αλλά από την άλλη την χειραγώγησαν πλήρως. Η απόκτηση Γνώσης σήμερα έχει οικονομικό κόστος, και απαιτείται να οδηγεί σε πρακτικές εφαρμογές που θα αποδώσουν κέρδος, αλλιώς είναι άχρηστη. Επομένως η θέση του Αριστοτέλη σήμερα φαντάζει ρομαντική και οικονομικά ασύμφορη. Το ίδιο ρομαντική όμως φαντάζει και η θέση του Επίκουρου. Γιατί η Γνώση πλέον δεν είναι μέσον που οδηγεί στην Ευδαιμονία αλλά μέσον που οδηγεί στην ψευδεπίγραφη καπιταλιστική «Ευημερία». Και είναι πράγματι τραγική ειρωνεία που με μία επιφανειακή ματιά οι στόχοι φαίνονται παρόμοιοι. Είναι λοιπόν αναγκαίο να αναλύσουμε τις έννοιες της Ευδαιμονίας και της καπιταλιστικής Ευημερίας προκειμένου να κατανοήσουμε την θέση της Επιστήμης στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο και τον Σύγχρονο Κόσμο.
Η Ευδαιμονία αποτελεί κοινό αίτημα όλων των Ελληνικών Σχολών Φιλοσοφίας και οι Επικούρειοι την περιγράφουν σαν το συναίσθημα που αναβλύζει από τα τρίσβαθα της ανθρώπινης ύπαρξης όταν τίποτα δεν ενοχλεί το σώμα και τίποτα δεν ταράσσει την ψυχή του ανθρώπου. Για τους Επικούρειους η Γνώση των φυσικών φαινομένων που καταπολεμά τον φόβο της Άγνοιας που με την σειρά της υποκρύπτει τον φόβο του θανάτου και η Ιατρική Επιστήμη – η πρώτη Επιστήμη – που φροντίζει για την υγεία του σώματος, αποτελούν βασικούς πυλώνες, που μαζί με την αφοβία προς τους θεούς και τις ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις που καλλιεργούνται μέσω της φιλίας, οδηγούν στον δρόμο της Ευδαιμονίας. Στην αντίληψη αυτή η Ευδαιμονία λίγο έχει να κάνει με το επίπεδο του τεχνολογικού πολιτισμού που επικρατεί σε κάθε εποχή είναι δηλαδή σχετικά ανεξάρτητη ως προς αυτό.
Η καπιταλιστική Ευημερία βασίζεται στην εφαρμοσμένη Επιστήμη, στα τεχνολογικά δηλαδή επιτεύγματα της επιστημονικής γνώσης. Εδώ τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και τα αποτελέσματα αμφιλεγόμενα.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι από τον 17ο αιώνα και ύστερα, παρατηρήθηκε στον Δυτικό Κόσμο αλματώδης αύξηση της ανθρώπινης Γνώσης και προαγωγή της επιστήμης σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Οι τεχνολογικές εφαρμογές της επιστήμης και οι ιδέες του διαφωτισμού άλλαξαν ριζικά τις μεθόδους παραγωγής σε σχέση με την προ υπάρχουσα φεουδαρχική κοινωνία, οδηγώντας στην βιομηχανική επανάσταση και την άνοδο μιας ισχυρής αστικής τάξης, που επηρέασε βαθιά την ατομική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων.
Στον νέο καπιταλιστικό τρόπο μαζικής παραγωγής το χρηματικό κέρδος αναγορεύτηκε ως το υπέρτατο αγαθό και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εμπορευματοποίηση της εργασίας, οδήγησε σε πρωτόγνωρες αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις, δημιουργώντας ισχυρές αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ της κατέχουσας τα μέσα παραγωγής αστικής τάξης και εκείνων που πρόσφεραν με μισθό την εργασία τους, δηλαδή την εργατική τάξη το γνωστό προλεταριάτο του Μαρξ.
Στον βωμό της μαζικής παραγωγής, ο εργαζόμενος άνθρωπος κατέληξε απρόσωπο εξάρτημα της μηχανής, η οποία υποτίθεται θα τον απελευθέρωνε από την δυσβάσταχτη εργασία και θα του χάριζε ελεύθερο χρόνο. Οι κοσμοϊστορικές αυτές αλλαγές και συγκρούσεις, οδήγησαν στην γέννηση των ιδεολογιών και κυρίως της κομμουνιστικής και της φιλελεύθερης ιδεολογίας.
Η Επιστήμη πήρε κατευθύνσεις που εξυπηρετούσαν την κερδοφορία των επιχειρήσεων και με την μαζική παραγωγή τα τεχνολογικά επιτεύγματα έγιναν προσιτά στους πολλούς, βελτιώνοντας την καθημερινότητα των ανθρώπων, αυξάνοντας όμως δυσανάλογα τις ανάγκες τους και την δέσμευσή τους σε έναν τρόπο ζωής που σε καμμιά περίπτωση δεν εξυπηρετούσε τον σκοπό της Ευδαιμονίας.
Στο εσωτερικό των κοινωνιών παρατηρήθηκαν ιστορικά πρωτόγνωρες αντιθέσεις προκλητικού πλούτου και ακραίας φτώχιας, ενώ ο ανταγωνισμός των δυτικών καπιταλιστικών οικονομιών και ο διαγκωνισμός τους για πρόσβαση στις αγορές, αποτέλεσαν μία από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στην έκρηξη του Α’ παγκόσμιου πόλεμου, του πρώτου πόλεμου της βιομηχανικής εποχής, όπου η μαζική παραγωγή νέων όπλων με μεγάλη δύναμη πυρός, οδήγησε σε μαζική παραγωγή θανάτου και καταστροφής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο την πρώτη εβδομάδα του πολέμου 300.000 στρατιώτες έχασαν την ζωή τους στο πεδίο της μάχης. Οι εκκρεμότητες και τα προβλήματα που δεν έλυσε ο πρώτος πόλεμος, οδήγησαν στην έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, που πρέπει να θεωρείται συνέχεια του πρώτου, με πιο εξελιγμένα τεχνολογικά όπλα με επιστέγασμα την δημιουργία των απόλυτων όπλων μαζικής καταστροφής, των ατομικών όπλων.
Πάνω από 50.000.000 νεκροί και ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές υπήρξαν το τίμημα που πλήρωσε η ανθρωπότητα στον βωμό της απληστίας και του ανορθολογισμού της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της εφαρμοζμένης επιστημονικής γνώσης το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Αυτό ήταν το τίμημα της «ευημερίας» μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο.
Ακολούθησε μία μακρά περίοδος ειρήνης στον Δυτικό Κόσμο, που βασίστηκε στον φόβο του πυρηνικού ολοκαυτώματος και χαρακτηρίστηκε από νέα έκρηξη της επιστημονικής γνώσης και της τεχνολογίας. Εκπληκτικές πρόοδοι έγιναν στην Ιατρική, στην μηχανική, την τεχνολογία των τροφίμων, στην πληροφορική, στην τεχνολογία του διαστήματος και φυσικά στην τεχνολογία των οπλικών συστημάτων.
Ο ανταγωνισμός φιλελεύθερης και κομμουνιστικής ιδεολογίας, κατέληξε στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, στην κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, μιας ακραίας και αντικοινωνικής μορφής χρηματοοικονομικού καπιταλισμού του τζόγου. Παρά τους πανηγυρισμούς κάποιων ανόητων για το «τέλος της Ιστορίας», τα γεγονότα αυτά σηματοδότησαν απλά το τέλος της παγκόσμιας ηγεμονίας του Δυτικού πολιτισμού και την ανάδυση άλλων πολιτισμών με αναφορά συνήθως σε πατροπαράδοτες θρησκείες και λαϊκές παραδόσεις ( Κίνα, Μουσουλμανικός Κόσμος, Ορθόδοξος Κόσμος ).
Ο διπολικός κόσμος που κυριάρχησε μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου αντικαταστάθηκε στο τέλος του 20ου αιώνα από έναν πολυπολικό ασταθή και απρόβλεπτο κόσμο με νέους ισχυρούς διεθνείς δρώντες, νέα γεωστρατηγικά δεδομένα περιφερικές συγκρούσεις και μεταφορά του κέντρου βάρους της Οικονομίας και της Επιστημονικής καινοτομίας και Τεχνολογίας από τον Δυτικό κόσμο στην ανατολική Ασία.
Ποτέ άλλοτε ο κόσμος δεν υπήρξε τόσο αντιφατικός όσο στην εποχή μας. Ποτέ άλλοτε ο παγκόσμιος πλούτος δεν ήταν τόσο μεγάλος αλλά συγχρόνως και τόσο άνισα κατανεμημένος. Σήμερα το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου ενώ το παγκόσμιο χρέος υπερβαίνει κατά πολύ το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Ποτέ άλλοτε ο πλανήτης μας δεν είχε την ικανότητα με την βοήθεια της Επιστήμης και της Τεχνολογίας να θρέψει ικανοποιητικά τον παγκόσμιο πληθυσμό, αλλά και ποτέ δεν είχε τόσους πεινασμένους ανθρώπους. Ποτέ οι δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μεγάλες, αλλά και ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο μόνοι. Ποτέ η πληροφορία δεν ήταν τόσο προσβάσιμη, αλλά και τόσο δύσκολη η αξιολόγησή της. Ποτέ οι δυνατότητες της ανθρωπότητας δεν ήταν τόσο μεγάλες και οι άνθρωποι τόσο αδύναμοι.
Η οικονομική κρίση, το ξέσπασμα της Πανδημίας και ο πόλεμος στην Ουκρανία που σημάδεψαν τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, ήρθαν να περιπλέξουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα και να θέσουν σε δοκιμασία την συνοχή των κοινωνιών, που βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν ξαφνικά προκλήσεις αδιανόητες στο πρόσφατο παρελθόν τόσο στην Δύση όσο και στον «αναπτυσσόμενο» Κόσμο. Η κατάρρευση των εφοδιαστικών αλυσίδων, το μέγεθος της Ενεργειακής και Επισιτιστικής κρίσης και η αναβίωση του εφιάλτη του Πυρηνικού Ολοκαυτώματος, που εισέβαλαν τόσο βίαια στην ζωή των ανθρώπων, επιτείνουν την απογοήτευση και την ανασφάλεια και διαλύουν τις κοινωνίες και τα κράτη.
Βρισκόμαστε κατά κοινή ομολογία στο κατώφλι μιας νέας Εποχής. Της Εποχής της τεχνητής νοημοσύνης που φαντάζει τόσο σαν υπόσχεση όσο και σαν απειλή. Τόσο σαν δυνατότητα επιβίωσης όσο και σαν δυνατότητα καταστροφής. Η ένωση ανθρώπου-μηχανής υπόσχεται και απειλεί να κάνει τον άνθρωπο θεό και δούλο ταυτόχρονα! Από τον Homo Sapiens στον Homo Deus. Αλήθεια πόση αλαζονεία δεν κρύβουν και οι δύο αυτοί όροι! Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος ούτε σοφός υπήρξε ποτέ ούτε θεός θα γίνει. Γιατί αυτό που χαρακτηρίζει τόσο τον Σοφό όσο και τον θεό είναι το γεγονός ότι δεν έχουν λόγο να φοβούνται τον θάνατο. Αλλά διαχρονικά οι πράξεις των ανθρώπων καθοδηγούνται από τον Φόβο του Θανάτου. Και οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να πεθαίνουν όσο και να προχωρήσει η Επιστήμη και η τεχνολογία.
Και εδώ επιστρέφουμε αναγκαστικά στον Επίκουρο και την διαχρονική αξία της Φιλοσοφίας του. Αφού μόνο αυτή αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το διαχρονικό πρόβλημα του ανθρώπου, τον Φόβο του θανάτου τον Κέρβερο που φυλάει την Πύλη της Ευδαιμονίας. Ο Επίκουρος αντιμετωπίζει το πρόβλημα στην ρίζα του. Και για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί ως μέσον την Γνώση, γιατί ο φόβος της Άγνοιας υποκρύπτει τον φόβο του Θανάτου. Πρωταρχικός λοιπόν σκοπός της Επιστήμης είναι η κατάκτηση της Ευδαιμονίας. Οτιδήποτε άλλο προκύπτει από την εφαρμογή της είναι καλοδεχούμενο εφόσον συνάδει με τον πρωταρχικό σκοπό. Και εδώ θα πρέπει να δώσουμε και το ανάλογο δίκιο και στον Αριστοτέλη που λέει ότι η Γνώση καθαυτή είναι η υπέρτατη πνευματική ηδονή.
Γιατί άραγε ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να δει την αξία της Γνώσης με την ίδια ματιά που την έβλεπαν οι Αρχαίοι Έλληνες; ‘Ίσως γιατί ο λαμπρός έναστρος ουρανός της Αρχαίας Αθήνας και της Ιωνίας, άφηνε την ματιά των προγόνων μας να ταξιδέψει ελεύθερη στα πέρατα του απείρου, ενώ η ματιά του σημερινού ανθρώπου, φθάνει μέχρι εκεί που του επιτρέπει η αιθαλομίχλη των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
Έτσι στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης οι άνθρωποι θα ψάχνουν για τεχνητή Ευδαιμονία στον ψηφιακό κόσμο χωμένοι σε κάποιο άυλο matrix που θα αντανακλά κακέκτυπα και χονδροειδώς τον πραγματικό κόσμο έτσι για να δικαιωθεί κατά τραγική ειρωνεία ο Πλάτωνας και ο ιδεατός του κόσμος αλλά από την ανάποδη!
🙋♂️❤️
Συγχαρητήρια!