Από όλα τα γνωστά έμβια όντα ο άνθρωπος είναι το μόνο που διαθέτει νοημοσύνη, ομιλία και αυτοσυνείδηση. Το μόνο που επενεργεί στην φύση όχι μόνο παθητικά με την παρουσία του, αλλά έχει την δυνατότητα να την μεταβάλλει και να την χρησιμοποιεί προς όφελός του. Αλλά όλα αυτά έχουν ένα σημαντικό αντίτιμο.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο έμβιο όν που απέκτησε επίγνωση της θνητότητάς του. Το μήλο της Γνώσης που γεύτηκε τον εξόρισε δια παντός από τον Παράδεισο της Άγνοιας και τον γέμισε με το Άγχος του Θανάτου.
Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι το μόνο βέβαιο και αναπόφευκτο μελλοντικό γεγονός στην ζωή του αλλά και στην ζωή των συνανθρώπων του είναι ο θάνατος. Η πορεία προς τον θάνατο αρχίζει με την γέννηση του κάθε όντος και αυτή η τρομακτική σκέψη, εμποδίζει τον άνθρωπο να απολαύσει πραγματικά την ζωή του και να γευτεί την ηδονή της ύπαρξής του.
Τι όμως είναι αυτό που φοβόμαστε στον θάνατο;
Μία πιθανή επώδυνη πορεία προς το αναπόφευκτο τέλος;
Την απώλεια των αγαπημένων μας προσώπων που θα συνεχίσουν να ζουν ερήμην μας και όσων υλικών αγαθών αποκτήσαμε κατά την διάρκεια του βίου μας;
Την λήθη;
Τις ομορφιές της φύσης που δεν θα ξαναπολαύσουμε;
Μήπως είναι ο φόβος του αγνώστου για το επέκεινα;
Ο υπαρξιακός φόβος του θανάτου συνδέεται άρρηκτα με δύο άλλα ερωτήματα: Υπάρχει αθάνατη ψυχή ώστε ένα κομμάτι μας να επιβιώνει του θανάτου και να περνά σε μία άλλη αθάνατη ζωή; Υπάρχει Θεός, δημιουργός και ρυθμιστής των πάντων, που επιβραβεύει ή τιμωρεί τις ψυχές ανάλογα αν έχουν τηρήσει κάποιες αρχές και κανονισμούς στην επίγεια ζωή;
«Κενός εκείνου Φιλοσόφου λόγος υφ’ ου μηδέν πάθος ανθρώπου θεραπεύεται. Ώσπερ ιατρικής ουδέν όφελος μη τας των σωμάτων νόσους εκβαλούσης, ούτω φιλοσοφίας ή μη το της ψυχής εκβάλλει πάθος.» Είναι κενολογία εκείνος ο φιλοσοφικός λόγος που δεν βοηθά να θεραπευτεί η ανθρώπινη αγωνία. Όπως η ιατρική είναι άχρηστη αν δεν μπορεί να θεραπεύσει τις νόσους του σώματος έτσι είναι και η φιλοσοφία εξ ίσου άχρηστη αν δεν μπορεί να ανακουφίσει την ψυχή από το πάθος.
Αυτό πρέσβευε ο Επίκουρος. Πώς όμως θα θεραπευτεί το πάθος που ταλανίζει τον άνθρωπο και δεν τον αφήνει να γευτεί την Ευδαιμονία;
Βασική προϋπόθεση για τον Επίκουρο ήταν η αντιμετώπιση του φόβου των ανθρώπων για τους θεούς και τον θάνατο. Ο φόβος αυτός καθιστούσε τους ανθρώπους υποχείρια των ιερατείων, που φρόντιζαν πάντα έντεχνα να τον καλλιεργούν, χάριν των εκάστοτε εξουσιών και τους καταντούσε έρμαια προλήψεων και δεισιδαιμονιών, που τους βύθιζαν στις ενοχές και την δυστυχία. Η μεταφυσική-θεολογική προσέγγιση επένδυε πάντοτε στις δοξασίες για ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής, που ικανοποιούν την ανθρώπινη τάση να μην δέχεται το αμετάκλητο και οριστικό γεγονός του θανάτου και που εμφυσούν στον άνθρωπο την απατηλή ελπίδα της δικαίωσης για τους πόνους , τις αδικίες και τις κακοδαιμονίες της ζωής του, σε μια άλλη αιώνια μετα θάνατο ζωή, ενώ του ενσταλάζει συγχρόνως τον φόβο ανείπωτων δεινών και τιμωριών μετα θάνατο, εάν δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των θεών και τα κελεύσματα των αντιπροσώπων των, δηλαδή του Ιερατείου, κατά την επίγεια ζωή του. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται λιγότερο διεκδικητικός και περισσότερο ευάλωτος απέναντι στην Εξουσία, της οποίας το Ιερατείο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα, ώστε ευκολότερα αυτή μπορεί να τον διαχειριστεί και να τον εκμεταλλευτεί προς επίτευξη των εκάστοτε σκοπών της, που αφορούν βέβαια αυτή την Ζωή και όχι την επόμενη!
Το φάρμακο του Δάσκαλου για να απελευθερωθεί ο άνθρωπος ήταν η νηφάλια ορθολογική μελέτη της φύσης, με έμφαση στην φυσική εξήγηση όλων των φαινομένων, είτε είναι αυτή γνωστή είτε όχι και χωρίς μεταφυσικές αναφορές ώστε να καταπολεμηθούν οι μύθοι και οι δεισιδαιμονίες.
Οι Θεοί, υλικοί, απόμακροι και μάκαρες, απωθημένοι στα μετακόσμια αποτελούν απλά παραδείγματα ευδαιμονίας για τους θνητούς και δεν παρεμβαίνουν στα των ανθρώπων. Ούτε οργίζονται με κανένα, ούτε χαρίζονται σε κανένα, ούτε εξευμενίζονται από κανένα γιατί αυτά χαρακτηρίζουν κατώτερα όντα. Στις δυσκολίες και τις οδύνες της ζωής μας λοιπόν και στην επιθανάτια αγωνία, δεν πρόκειται να μας συμπαρασταθούν οι αδιάφοροι θεοί, αλλά οι άνθρωποι. Οι αγαπημένοι συγγενείς και φίλοι.
Για τον Επίκουρο η ψυχή είναι υλική και διαλύεται με τον θάνατο του σώματος, ώστε αυτό παύει να αισθάνεται. Για μας τους σύγχρονους Επικούρειους, είναι η εκδήλωση των περίπλοκων ανώτερων εγκεφαλικών λειτουργιών και παύει να υφίσταται με τον θάνατο του εγκεφάλου. Επομένως δεν έχουμε να ανησυχούμε για το επέκεινα, να φοβόμαστε τιμωρίες, ή να ελπίζουμε σε επιβραβεύσεις και δικαιώσεις. Και εφόσον τον θάνατο συνοδεύει η αναισθησία και η ανυπαρξία, καμία λύπη δεν μπορεί να νοηθεί για ό,τι μένει πίσω.
Ο θάνατος επομένως είναι ένα τίποτα για μας, όπως λέει ο Επίκουρος, γιατί όταν εμείς ζούμε αυτός δεν υφίσταται και όταν αυτός είναι παρόν, εμείς δεν υπάρχουμε για να τον αντιληφθούμε.
Ο θάνατος των αγαπημένων μας προσώπων, μας προκαλεί βέβαια οδύνη και θρηνούμε, όχι τόσο γι’ αυτούς που χάθηκαν, αλλά για κυρίως για εμάς, για την δική μας απώλεια, για την στέρηση της ηδονής της παρουσίας τους. Για το κενό που αφήνει η απουσία τους.
Ο πόνος της αρρώστιας, που ταλαιπωρεί τον ετοιμοθάνατο, ανήκει στην ζωή και μπορεί αμβλυνθεί με την ανάκληση ευχάριστων αναμνήσεων και εμπειριών και με την συμπαράσταση των φίλων όπως μας δίδαξε ο Δάσκαλος με το προσωπικό του παράδειγμα.
Πολλούς ανθρώπους όμως τους τρομοκρατεί η σκέψη της ανυπαρξίας. Αλλά ας αναλογιστούμε ότι κατά κάποιο τρόπο η ανυπαρξία είναι η πρώτη «εμπειρία» μας. Είμαστε ανύπαρκτοι πριν γεννηθούμε και θα είμαστε ανύπαρκτοι αφού πεθάνουμε. Τι λοιπόν έχουμε να φοβηθούμε; Μήπως ο τρόμος αυτός οφείλεται στον εγωιστικό τρόπο που αντιμετωπίζουμε την Φύση; Θεωρούμε ότι είμαστε το κέντρο του Σύμπαντος και ότι όλα στην Φύση έγιναν για να υπηρετούν την Μεγαλειότητά μας. Δεν αισθανόμαστε μέρος της Φύσης αλλά στεκόμαστε απέναντί της. Και δεν συνειδητοποιούμε ότι αυτό συνιστά υπέρτατη ύβρη απέναντι στην Φύση! Δεν αντέχουμε την ιδέα ότι ο Κόσμος θα συνεχίσει να υφίσταται χωρίς εμάς, χωρίς ο θάνατός μας να σημαίνει τίποτα για το Σύμπαν. Επιζητούμε έτσι την Αθανασία, ή μάλλον την ψευδαίσθηση της Αθανασίας, στην επιδίωξη δύναμης, πλούτου, εξουσίας και την ακατάπαυστη δραστηριότητα και σπαταλούμε έτσι τον λιγοστό μας χρόνο, μέσα στην αγωνία και το άγχος για άχρηστα πράγματα, για τις μη φυσικές και μη αναγκαίες επιθυμίες που λέει και ο Δάσκαλος και στο τέλος πεθαίνουμε χωρίς να έχουμε ζήσει.
« Γεννηθήκαμε μια φορά και δεύτερη δεν υπάρχει. Ούτε θα υπάρξει στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως ενώ δεν γνωρίζεις το αύριο, αναβάλλεις την χαρά. Και η Ζωή μας χάνεται με τις αναβολές και ο καθένας από μας πεθαίνει υπεραπασχολημένος ». ( Επικούρου προσφώνησης – Μητρόδωρος).
Δεν περνά ποτέ από την σκέψη μας πόσο φρικτό πρόσωπο θα είχε αυτή η Αθανασία, που βλέποντάς την από μακριά την ποθούμε όλοι, αν ήταν ποτέ δυνατό να την κατακτήσουμε. Γιατί η ζωή είναι όμορφη επειδή ακριβώς υπάρχει ο θάνατος. Κανείς δεν πηγαίνει σε μία γιορτή βαρύθυμος γιατί σκέφτεται την ώρα που θα χρειαστεί να αποχωρήσει. Αλλά την απολαμβάνει όσο μπορεί καλύτερα και στο τέλος αποχωρεί πλήρης ικανοποίησης και χαράς. Γι’ αυτό έχει αξία να γευόμαστε την κάθε στιγμή της ζωής μας, να χαιρόμαστε κάθε μέρα που περνά σαν να ήταν η τελευταία μας. Καρπώσου την ημέρα λέει ο Βιργίλιος. Μην είσαι παρατηρητής της ζωής. Ζήσε! Αν την ζωή μας την απλώναμε στην αιωνιότητα, δεν θα έχανε άραγε όλη την ουσία της, όλο το νόημά της; Αν η γιορτή τραβούσε αιώνια δεν θα καταντούσε πλήξη και τυραννία; Αν ένα ποτήρι ακριβό κρασί το χύσεις στην θάλασσα, σίγουρα δεν περιμένεις να πάρει η θάλασσα το άρωμά του!
Αλλά θα αντιτείνει κάποιος αν η κατάληξη είναι η ανυπαρξία τότε ποιο είναι το νόημα της ζωής; Ποιος είναι ο σκοπός της; Αλλά γιατί το νόημα πρέπει να προϋποθέτει την Αθανασία; Δεν φτάνουν τα ηλιοβασιλέματα που είδαμε, ο απέραντος ορίζοντας της θάλασσας που αντικρίσαμε, οι έρωτες που γευτήκαμε, οι φίλοι μας που χαρήκαμε, το γέλιο και η αγκαλιά των παιδιών μας που απολαύσαμε, στον σύντομο χρόνο της ζωής μας; Και γιατί πρέπει να υπάρχει κάποιος σκοπός για την ύπαρξή μας; Πόσο μεγάλη ιδέα έχουμε αλήθεια για τον εαυτό μας;
Όμως παρόλα αυτά υπάρχει τρόπος να επιβιώνουμε κατά κάποιο τρόπο, για άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα και μετά τον θάνατό μας. Μέσα μας, στο γονιδίωμά μας, κουβαλάμε τα ίχνη εκατομμυρίων προγόνων και μαζί με αυτά έχουμε περάσει και τα δικά μας ίχνη στα παιδιά μας. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι υπήρξαμε, σημαίνει εν γνώσει μας ή και χωρίς να το αντιληφθούμε, ότι επηρεάσαμε άλλους ανθρώπους και αυτοί με την σειρά τους άλλους, όπως η πέτρα που πέφτει στην ήρεμη λίμνη και δημιουργεί κυματισμούς, που επεκτείνονται σε ομόκεντρους κύκλους μέχρι τελικά να σβήσουν. Αυτό δεν σημαίνει, όπως υποστηρίζει ο διάσημος Επικούρειος ψυχοθεραπευτής Irvin Yalom που διατύπωσε την θεωρία των κυματισμών, ότι αφήνουμε πίσω μας απαραίτητα την εικόνα μας ή το όνομά μας, αλλά το ίχνος μας που μπορεί να είναι ένα κομμάτι της εμπειρίας μας, κάποια ιδέα μας, μια διδαχή μας, το αποτέλεσμα μιας πράξης μας, που μεταδίδεται στους άλλους γνωστούς ή αγνώστους.
Αυτή είναι η μόνη Αθανασία που μας προσφέρει η Φύση. Που δεν είναι ακριβώς Αθανασία, αφού κάποτε θα νικηθεί από την Λήθη. Αλλά θα μας ήταν άκρως ικανοποιητική, αν δεν τυφλωνόμασταν από τον ανόητο εγωισμό μας και καταδεχόμασταν να δούμε τους εαυτούς μας σαν κομμάτια της Φύσης και όχι σαν αφέντες της.
Ο θάνατος είναι ο Επίλογος στο Θεατρικό Έργο της Ζωής μας. Είναι φυσικό φαινόμενο και όχι μεταφυσική πύλη για κάποιο επέκεινα. Ο Επικούρειος αγαπάει την ζωή, αλλά δεν φοβάται τον θάνατο. Ποτέ όμως δεν θα τον αποζητήσει σαν τρόπο διαφυγής από τις δυσκολίες της ζωής. Να τα λόγια του Δάσκαλου όπως μας τα μεταφέρει ο Σενέκας ( epistulae morales): « ποιο πράγμα είναι τόσο γελοίο, όσο το να αποζητάς τον θάνατο, αφού έκανες την ζωή σου δυστυχισμένη φοβούμενος τον θάνατο; » και « Τέτοια είναι η απερισκεψία των ανθρώπων, τέτοια η παραφροσύνη τους που μερικοί από τον φόβο για τον θάνατο, ωθούνται στον θάνατο» Γιατί η Επικούρεια φιλοσοφία, είναι η φιλοσοφία της θετικής σκέψης. Που βοηθά τον άνθρωπο κάτω από τις δυσκολότερες συνθήκες, να ανακαλύπτει και να γεύεται τα όποια ψήγματα ηδονής που επιβεβαιώνουν την αξία της ζωής.
Υπέροχη σύνοψη της Επικούρειας Φιλοσοφίας.Ειχα την τύχη στα 15 μου να πρωτοδιαβασω τον Επίκουρο κλπ του Χ.Θεοδωριδη.Απο τότε ως τώρα στα 72 μου πάντα στα δύσκολα καταφεύγω στον Επίκουρο στον Καβάφη Στον Εκκλησιαστής Στο Άσμα Ασμάτων Στο περί Φύσεως .Να είστε καλά να μας διδάσκετε.
Πάρα πολύ ωραίο και χρήσιμο σχόλιο Δημήτρη.