Ο Χ. Θεοδωρίδης γράφει «Ξεκαθαρίζοντας το έδαφος από το άχρηστο υλικό, ο Επίκουρος, περιόρισε τη διαλεκτική στους κανόνες που οδηγούν για να σχηματίσουμε σωστές κρίσεις, δηλαδή να ξεχωρίσουμε το πραγματικό από το φανταστικό. Το ξεκαθάρισμα αυτό ο ίδιος το είπε κριτήριο της αλήθειας και το μέρος αυτό της φιλοσοφίας του το ονόμασε Κανονική ή Περί κριτηρίου (Κανόνας).
Στον «Κανόνα» του, λοιπόν, ο Επίκουρος λέγει ότι κριτήρια της αλήθειας είναι οι αισθήσεις, οι προλήψεις, τα συναισθήματα (τα πάθη) καθώς και οι φανταστικές επιβολές της διανοίας τις οποίες πρόσθεσαν αργότερα οι επικούρειοι (μαθητές του Επίκουρου). Ο ίδιος αναφέρεται σ αυτά στην επιτομή που έγραψε για τον Ηρόδοτο και στις «Κύριες Δόξες».
Είναι το μέρος της Διδασκαλίας όπου μπαίνουν οι γνωσιοθεωρητικές βάσεις,
«σαν εισαγωγή στη φυσική και γενικότερα την επιστημονική έρευνα»(Χ.Θ.).
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ – ΟΡΟΛΟΓΙΑ
Αίσθηση
Η αίσθηση είναι η αντανάκλαση στον άνθρωπο, των αντικειμένων και των φαινομένων του εξωτερικού κόσμου. Μέσον της πρόσληψης είναι τα αισθητήρια όργανα και η λειτουργία τους.
Αντίληψη
Εκφράζει την άμεση αντανάκλαση ενός αντικειμένου ή φαινομένου που ενεργεί πάνω στα αισθητήρια όργανά μας, μία αντανάκλαση που γίνεται κάτω από ορισμένους, συγκεκριμένους όρους.
Π.χ. με καλεί κάποιος, και επειδή ηχεί μία σειρήνα, δεν αντιλαμβάνομαι ότι με καλούν.
Η ενάργεια
Η έννοια αναφέρεται στις αισθήσεις, γενικώς, αλλά προέρχεται από την όραση. (διαύγεια, ευκρίνεια, καθαρότης, σαφήνεια).
Σημαίνει όμως κάθε αντίληψη που περιέρχεται στον άνθρωπο διά μέσου των αισθήσεων (ακοή, όραση, κ.λπ.).
Χρησιμοποιείται ο όρος ενάργεια, για να διευκρινίσει ότι η αίσθηση αυτή είναι απαλλαγμένη από σφάλματα που οφείλονται είτε σε ελαττώματα ή στη βιαστική ή επιπόλαια πρόσληψη. ( π.χ. δακρύζουν τα μάτια μου και βλέπω θολά, είναι βουλωμένα τα αυτιά μου και βομβίζουν ή ακόμα, δεν πρόλαβα να δω ή να ακούσω καλά κάτι ή δεν είχα την προσοχή μου κ.λπ.)
Η παράσταση
Είναι συγκεκριμένη διά των αισθήσεων εικόνα των καθ’ έκαστα αντικειμένων και φαινομένων του εξωτερικού κόσμου. Εξ αυτού και συνήθως αναφερόμαστε «η παράσταση του …. τάδε ή του δείνα.
Λεπτολογώντας , η ενάργεια είναι η ιδιότης, και η παράσταση είναι το υποκείμενο της ενάργειας. Πάντως, στη Διδασκαλία του Επίκουρου ταυτίζεται με την ενάργεια και σημαίνει την πλήρη, καθαρή, αντίληψη που συνεπάγονται οι αισθήσεις.
Σε χρήση είναι και η έκφραση «εναργής παράσταση».
Προλήψεις
Είναι παραστάσεις είτε έννοιες που γεννήθηκαν από τις εντυπώσεις που παραμένουν στο νου σαν αποταμίευμα ή καταθέσεις ( π.χ. έχουμε προληπτικά την εικόνα του προβάτου στο νου μας και το αναγνωρίζουμε όταν το αντικρίσουμε.)
Παραστατό
Το αντικείμενο, η γενεσιουργός αιτία της παράστασης, χωρίς την οποία δεν υπάρχει παράσταση. (κάποιο πράγμα που βλέπουμε, ή κάποια μουσική που ακούμε, ή κάποια σκέψη που κάνουμε).
Παθήματα
Είναι τα συμβάντα που επιδρούν στον άνθρωπο. Χαρακτηρίζονται , βέβαια, με την έννοια με την οποία προσλαμβάνονται από τον άνθρωπο.
Είναι ταυτόσημα με ότι εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε τον όρο συναισθήματα.
Τα πρωταρχικά παθήματα
Είναι τα παθήματα από τα οποία προέρχονται ή στα οποία ανάγονται άλλα παθήματα ( π.χ. η φιλότης που αισθάνεται ο άνθρωπος αποδίδεται στην ηδονή, η απέχθεια στον πόνο ).
ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
«Κάθε αίσθηση είναι στερημένη λόγου και ανίκανη να έχει μνήμη», λέει ο Επίκουρος. « Η αίσθηση, δηλαδή, δεν ενεργοποιείται από μόνη της, αλλά και όταν ενεργοποιείται από κάποιο πράγμα, δεν μπορεί να του προσθέσει η να του αφαιρέσει τίποτα. Όπως και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να ανασκευάσει τις αισθήσεις, δεν μπορεί μια αίσθηση να ανατρέψει μιαν άλλη παρόμοια αίσθηση, μιας και έχουν κι οι δυο την ίδια ισχύ. Ούτε μπορεί να ανατρέψει μια μη παρόμοια της αίσθηση, αφού οι δύο αποτελούν κριτήρια διαφορετικών πραγμάτων. Ούτε, πάλι, ο λόγος μπορεί να ανασκευάσει μιαν αίσθηση, γιατί κάθε λόγος είναι εξαρτημένος από την αίσθηση. Κι ούτε μπορεί μία αίσθηση να ελέγξει μιαν άλλη, εφ’ όσον κοινός είναι ο τρόπος της δια των αισθήσεων πρόσληψης. Η αλήθεια των αισθήσεων επιβεβαιώνεται από το πραγματικό γεγονός της αντίληψης. Το γεγονός ότι βλέπουμε και ακούμε είναι αυτονόητα πραγματικό.
Μιλώντας για την «αλήθεια των αισθήσεων», ο Επίκουρος εννοούσε ότι η αίσθηση καταγράφει μια πραγματική σχέση ανάμεσα στον παρατηρητή-υποκείμενο και στο αντικείμενο της αίσθησης. Δεν εννοούσε ότι η αίσθηση είναι και άποψη περί της φύσης του αντικειμένου αλλιώς δεν θα ήταν «άλογη», όπως την λέει. Οι αισθήσεις δεν μας απατούν ποτέ: δεν υπόκεινται στο λόγο, δεν χρησιμοποιούν τη λογική, άρα δεν υπόκεινται σε διάψευση. Σε διάψευση υπόκεινται οι κρίσεις και γνώμες που σχηματίζει το ανθρώπινο μυαλό, με τον τρόπο που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που παρέχουν οι αισθήσεις.
Στο κλασικό αντεπιχείρημα των Σκεπτικών ή του Πλούταρχου, ότι ο ένας πότης βρίσκει το κρασί στυφό και ο άλλος γλυκό, ή ότι ο ένας κολυμβητής βρίσκει το νερό κρύο και ο άλλος ζεστό, οι επικούρειοι είχαν να απαντήσουν, (εκτός από το ότι, κατ’ αρχήν, κανείς από τους πότες δεν ισχυρίζεται πως ήπιε κάτι άλλο και όχι κρασί, και κανείς κολυμβητής δεν ισχυρίζεται πως αυτό στο οποίο βούτηξε δεν ήταν νερό – πράγμα διόλου αμελητέο), ότι κατά κύριο λόγο η διαφορά βρίσκεται στους ίδιους τους παρατηρητές-. Η μία κρίση (στυφό) δεν ακυρώνει την άλλη (γλυκό), γιατί η κάθε μία είναι έγκυρη για τον παρατηρητή, και η αντίφαση δεν αποδεικνύει το εσφαλμένο της αίσθησης και στις δυο περιπτώσεις η αίσθηση επιτελεί ένα ρόλο ως κριτήριο.
Η αίσθηση, λοιπόν, κατά τον Επίκουρο παρέχει μαρτυρία για την υπόσταση των αντικειμένων της, και όχι την εγγύηση για τη διαμόρφωση μιας ορθής γνώμης.
Την καλύτερη, ίσως, εισαγωγή στον επικούρειο Κανόνα, την αποτελούν οι διαμαρτυρίες του Κικέρωνα κατά του Επίκουρου: «Απορρίπτει τους ορισμούς! Δεν διδάσκει τίποτα για την διαίρεση και τον χωρισμό σε μέρη. Δεν έχει τίποτα να πει για το πώς οργανώνεται ένας συλλογισμός και το πώς εξάγονται τα συμπεράσματα. Δεν δείχνει πώς μπορεί να επιλυθεί ένα σοφιστικό ζήτημα ούτε πώς να ξεκαθαριστεί μια διφορούμενη πρόταση. Τοποθετεί τα κριτήρια της πραγματικότητας στις αισθήσεις.»
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑΘΕΡΑ ΑΛΗΘΗΣ
Απόδειξη
Ας πάρουμε τα πρωταρχικά παθήματα : Πόνος και Ηδονή
Η ύπαρξη τους είναι προφανώς αναντίρρητη.
Προφανώς ,πάλι είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο, και διαχωρισμένα.
Οι παράγοντες που τα δημιουργούν, αναφέρονται προς τον πόνο και την ηδονή με αμφιμονοσήμαντη σχέση.
Δηλαδή : η ηδονή αποτελείται από ηδονικούς παράγοντες
ο πόνος …………………..οδυνηρούς ……………
αντιστρόφως : αυτό που προκαλεί ηδονή, αδύνατον να μη είναι ευχάριστο.
…………………….. πόνο, ………………………..οδυνηρό.
Οι παραστάσεις δηλαδή οι διάφορες εντυπώσεις που μας δημιουργεί η αντίληψη του κόσμου, προφανώς είναι παθήματα.
Οπότε, σύμφωνα με τα παραπάνω, οι παράγοντες που προκαλούν τις παραστάσεις, είναι αδύνατον να μη είναι τέτοιου είδους που να μην προκαλούν τη συγκεκριμένη παράσταση. (να έχει το καθεστώς παράγοντα που προκαλεί παράσταση «ποιητικόν φαντασίας καθεστάναι»)
Έτσι ξεχωρίζουμε δύο πράγματα :
Όλες οι παραστάσεις είναι αληθείς, εφ’ όσον η κάθε μια τους προκαλείται από οπωσδήποτε παραστατό αίτιο.
Η κάθε συγκεκριμένη παράσταση αποτελείται από μέρη που είναι του είδους της συγκεκριμένης παράστασης. ( π.χ. οι παράγοντες που αποτελούν την ηδονή, είναι και καθ’ έκαστος ηδονικός, περιέχει, στοιχειακά, την ηδονή)
Παράδειγμα : Η παράσταση είναι ο φίλος μου ο Χρήστος.
Παράγοντες που αποτελούν (και προκαλούν) την παράσταση, είναι το σχήμα, το μέγεθος του σώματος, του προσώπου, ακόμα το βάδισμα, η έκφραση κ.λπ.
Οι παράγοντες αυτοί, ο καθένας τους είναι τέτοιου είδους ώστε να προκαλούν την παράσταση του συγκεκριμένου είδους (του Χρήστου) γιατί απλούστατα αν ήταν άλλου είδους, θα προκαλούσε την παράσταση άλλου προσώπου. (εκτός του Χρήστου).
Αντιστρόφως : μπορούμε σε ένα άλλο πρόσωπο να δούμε, λόγου χάριν, τη μύτη του, και να πούμε «αυτή είναι η μύτη του Χρήστου»
Δεν ακριβολογούμε βέβαια, απλά εκδηλώνουμε τη βεβαιότητα ότι ο παράγοντας που συμμετέχει στο φτιάξιμο της παράσταση του Χρήστου (η μύτη του) είναι του είδους που η εμπειρία μας, η πρόληψη , αποδίδει στο Χρήστο.
Παρένθετες κριτικές παρατηρήσεις
Το τελευταίο παράδειγμα διαβάζοντάς το αλλιώς, συμπεραίνουμε:
Η ταυτότητα, η ιδιοπροσωπία , του Χρήστου, αναφέρεται σε όλους τους παράγοντες της παράστασής του ( πρόσωπο, σώμα, φωνή, έκφραση κ.λπ.) και ταυτόχρονα, η παράστασή του επαληθεύεται στην ιδιομορφία , στη μοναδικότητά της, από αυτούς.
Σ’ όλα τα παραπάνω διακρίνουμε στη Διδασκαλία :
–Την αυστηρή επιμονή, τη συνέπεια, στην αισθησιοκρατία που είναι η βάση του υλισμού του Επίκουρου.
—Την αρμονική συμφωνία με την ελευθερία – τυχαιότητα που εκπορεύεται από την Επικούρεια «παρέγκλιση» –
— Το μεγάλο μάθημα, που δίνει η γνωσιοθεωρία του Επίκουρου στον Άνθρωπο. Μάθημα μοναδικότητας, ελευθερίας, ανθρωπισμού (σε τελευταία ανάλυση) –
-ΣΥΝΟΨΗ Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΗΣ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ( το παραστατό)
ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΑΥΤΟ ( με τα στοιχεία που υπάρχουν στο
παραστατό ώστε να δημιουργείται το σύνολο της παράστασης).
ΠΟΤΕ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ
Κάποιοι εξαπατώνται από διαφορετικές παραστάσεις που νομίζουν ότι προέρχονται από το ίδιο παραστατό, επειδή προσλαμβάνονται κατά τον ίδιο τρόπο. (από τον ίδιο δρόμο των αισθήσεων –«από του αυτού αισθητού»)
Στην πραγματικότητα όμως προέρχονται από άλλο παραστατό.
Παράδειγμα Κάποιοι, βλέποντας ένα μακρινό σώμα, να αλλάζει χρώμα εφ’όσον πλησιάζει, λένε ότι έχουμε ψευδή παράσταση του σώματος.
Λάθος, έχουμε πάντα αληθή παράσταση, αλλά του χρώματος που βλέπουμε.
Και πράγματι το χρώμα (του σώματος) αλλάζει όσο το σώμα πλησιάζει ή απομακρύνεται.
Άρα, η παράσταση, του χρώματος είναι αληθής κάθε φορά, σε κάθε θέση, κοντινή ή μακρινή.
Η διαστρεβλωμένη γνώμη .είναι που μας κάνει να πιστεύουμε ότι το ίδιο παραστατό είναι που βλέπουμε άλλοτε μακριά και άλλοτε κοντά,(ενώ βέβαια το παραστατό είναι το χρώμα που πράγματι αλλάζει).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Η ΓΝΩΜΗ ΛΑΘΕΥΕΙ – ΟΧΙ Η ΑΙΣΘΗΣΗ (που είναι αδύνατο να λαθεύει).
ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ
ΟΙ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ
Είναι όπως είπαμε αποταμίευμα στο νου από προηγούμενες παραστάσεις είναι όμως απαραίτητες για τη σκέψη.
Ας πάρουμε σαν παράδειγμα την παράσταση «Άνθρωπος». Από τη στιγμή δηλαδή που θα ειπωθεί η λέξη άνθρωπος, αμέσως, με βάση την πρόληψη, παρουσιάζεται στη νόηση η εικόνα του σύμφωνα με τα προηγούμενα δεδομένα των αισθήσεων. Επομένως, η πρωταρχική σημασία που έχει αποδοθεί σε κάθε λέξη είναι ξεκάθαρη. Και δεν θα ρωτούσαμε για κάτι που προηγουμένως δεν έχουμε γνωρίσει. Λόγου χάρη, ρωτάμε, «άλογο είναι αυτό που στέκεται εκεί πέρα ή βόδι;» Θα πρέπει να μας είναι ήδη γνωστές, με βάση την πρόληψη, οι μορφές του αλόγου και του βοδιού. Δεν θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κάτι, αν προηγουμένως δεν γνωρίζαμε, σύμφωνα με την πρόληψη, τη μορφή του.
Δεν μπορεί κανείς να ερευνά ούτε να σκέπτεται χωρίς την πρόληψη. Επειδή όμως αυτή είναι προϊόν αίσθησης πρέπει να επιβεβαιωθεί από αίσθηση διαφορετικά εξακολουθούμε να παραμένουμε σε υποθετικά συμπεράσματα και κινδυνεύουμε καταποντισθούμε σε μία πλανεμένη αντίληψη.
Από τις αισθήσεις θα προέλθουν οι παραστάσεις και ο συνδυασμός εναργών παραστάσεων θα προκαλέσει την επιμαρτύρηση .ή την αντιμαρτύρηση. Επιμαρτύρηση είναι η δια της εναργείας αντίληψη ότι το υποτιθέμενο πράγμα είναι πράγματι αυτό που υποθέσαμε. Π.Χ. ο Χρήστος πλησιάζει ερχόμενος από μακριά, από την απόσταση στην οποία βρίσκομαι υποθέτω ότι πρόκειται για τον Χρήστο, όταν έλθει πλησιέστερα γίνεται περισσότερο βέβαιο ότι είναι πράγματι ο Χρήστος και όταν πλέον έρθει τόσο κοντά που μπορώ να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, γίνεται τότε η επιμαρτύρηση από την ίδια την ενάργεια του πράγματος.
Ο Επίκουρος χωρίζει τα πράγματα σε δύο κατηγορίες. Σε εκείνα που μπορούν να ειδωθούν εκ του σύνεγγυς (τα πρόδηλα) και σ’ εκείνα που για διαφόρους λόγους είναι πιο απόμακρα και ασαφή (τα άδηλα). Τέτοια είναι τα ουράνια σώματα, που δεν μπορούν να ειδωθούν παρά από απόσταση, καθώς και οι φυσικές εκείνες οντότητες όπως τα άτομα και το κενό, τα οποία δεν μπορούμε να γνωρίσουμε άμεσα μέσω των αισθήσεων.»
Δίπλα όμως από την επιμαρτύρηση και αντιμαρτύρηση ο Επίκουρος εισάγει και μία τρίτη έννοια την ουκ αντιμαρτύρηση Η ουκ αντιμαρτύρηση είναι ο σύνδεσμος που συνάπτει σ’ αυτό που παρουσιάζεται ως εναργές μία γνώμη μη σχετική με ένα πράγμα αόρατο (άδηλο). π.χ. Ο Επίκουρος λέγει ότι το κενό, πράγματι αόρατο, υπάρχει και το αποδεικνύει με το εναργές γεγονός της κίνησης. Πράγματι, αν το κενό δεν υπήρχε δεν θα υπήρχε ούτε κίνηση, διότι το εν κινήσει πράγμα θα έχει γύρω του χώρο για να κινηθεί. Η ενάργεια της κίνησης δεν αντιμαρτυρεί το εν προκειμένω άδηλον πράγμα. Η επιμαρτύρηση και η αντιμαρτύρηση είναι τα κριτήρια του αληθούς πράγματος ενώ η ουκ αντιμαρτύρηση και η αντιμαρτύρηση τα κριτήρια του ψεύδους.
Με τον ίδιο συλλογισμό ο Λουκρήτιος θα αποδείξει ότι τα στοιχεία των σωμάτων μπορούν να υπάρχουν μολονότι δεν γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις.
ΓΝΩΜΕΣ ΨΕΥΔΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΣ
Η αίσθηση, ως είπαμε, είναι εκ φύσεως αληθής.
Επίσης, είναι και άλογη. Δηλαδή, στη διαμόρφωσή, στη γέννησή της, δεν υπεισέρχεται λογική επεξεργασία.
Η λογική επεξεργασία είναι που παράγει τη γνώμη.
Προσθέτουμε ή αφαιρούμε ή συνδέουμε παραστάσεις, με δικές μας προλήψεις και κρίσεις και καταλήγουμε στη γνώμη.
Κατά συνέπεια, η γνώμη μπορεί να είναι ψευδής ή αληθής.
Αληθείς γνώμες είναι :
Αυτές που μαρτυρεί υπέρ αυτών και δεν μαρτυρεί εναντίον τους η ενάργεια
(η παράσταση)
Ψευδείς γνώμες είναι:
Αυτές που μαρτυρεί εναντίον τους και δεν μαρτυρεί υπέρ αυτών η ενάργεια.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΑΡΓΕΙΑ
Συγκριτικές παρατηρήσεις
Ο Αριστοτέλης πιστεύει στη διττή φύση του κόσμου, κατά συνέπεια έχει διττό κριτήριο.
Την αίσθηση για τα αισθητά, τη νόηση για τα νοητά. (εξ’ αυτού και η αναγκαστική εκ μέρους του, ανάπτυξη της Λογικής, ως εργαλείου για τον έλεγχο της νόησης ).
Παρ’ όλα ταύτα, ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει μεταξύ της νόησης και της αίσθησης την υπεροχή της αίσθησης ως ισχυροτέρας.
Για τις προλήψεις, οι Στωικοί πίστευαν ότι υπάρχουν και έμφυτες (εξ υπαρχής) προλήψεις, ανοίγοντας ορθάνοιχτο παράθυρο στον ιδεαλισμό και τις λογής θεολογίες.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ (ΑΠΟΛΟΓΟΣ)
Στις σκέψεις που παραθέσαμε παραπάνω, δεν πραγματευόμαστε, αυτό το κεφάλαιο.
Λόγω του τελείως ειδικού του χαρακτήρα, πιστεύουμε ότι αξίζει ξεχωριστή διαπραγμάτευση.
Μη νομισθεί ότι κάνουμε κανένα παράλογο χωρισμό (π.χ. υλικό – πνευματικό, αισθητό – νοητό, πράγμα – ιδέα, σώμα – ψυχή κλπ) «άπαγε της βλασφημίας»
Επιμένουμε στον αισθησιοκρατικό, μονιστικό, υλισμό του Δασκάλου.
Υποστηρίζουμε όμως τη χωριστή διαπραγμάτευση του θέματος, επειδή και οι αναφορές που διεσώθησαν λιγοστές είναι και κυρίως, συμπερασματικού χαρακτήρα (οπότε ελέγχονται).
Εξ άλλου, οι φυσιοκρατικές εξηγήσεις που μας παραδόθηκαν (για τα όνειρα, τα φαντάσματα του Ορέστη κ.λ.π.) είναι απλουστευμένες και στοιχειώδεις.
Μετά από τις σκέψεις αυτές, προκύπτει ερώτημα για τη θρασύτητα της παρουσίασης ενός ελλιπούς έργου (εκ μέρους μας)
Επιτρέψτε μας την μόνη δικαιολογία.
Μιμούμαστε το Δάσκαλο.
Στόχος μας δεν είναι η Φυσική ούτε η Νευρολογία ούτε η Ψυχολογία (πολλώ μάλλον η ψυχανάλυση).
Στόχος μας, (και στόχος του Δασκάλου) είναι η Ηθική.
Και η Ηθική βγαίνει από και αναφέρεται στην κοινωνία. Σε οικείες στην κοινωνία έννοιες, αποδείξεις και προβλήματα.
Ο Δάσκαλος αναφέρονταν πάντοτε με τον τρόπο αυτό στις σκέψεις του (Γι αυτό και κατηγορήθηκε ως απλοϊκός, αμαθής, αντιεπιστημονικός κ.λ.π.)
Αλλά και άλλοι Έλληνες στοχαστές έτσι πορεύονταν (Ο Πλάτων στα περί έρωτος, απέκλειε το «πάθος». Ο Αριστοτέλης κήρυττε τη «μεσότητα» κ.λ.π.)
Έτσι τολμήσαμε και εμείς να πορευτούμε.
Κώστας Καλεύρας, Γιώργος Μεταξάς