Πρώτοι οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι και κυρίως ο Ηράκλειτος, ήταν εκείνοι που παρατήρησαν την ρευστότητα της φύσης των πραγμάτων. « Λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει και ποταμού ροή απεικάζων τα όντα, λέγει ως δίς ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης» ( Κρατύλος 402α. Πλάτων).
Και ο Επικούρειος Διογένης ο Οινοανδέας συμπληρώνει: «Εμείς συμφωνούμε ότι τα πράγματα ρέουν, όχι όμως με τέτοια ταχύτητα ώστε σε καμιά στιγμή να μην μπορούν οι αισθήσεις μας να συλλάβουν την φύση των πραγμάτων». Η υλική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από συνεχή μεταβλητότητα στον χώρο και τον χρόνο ή καλύτερα στον χωρόχρονο που αποτελεί και αυτός έκφραση της υλικής πραγματικότητας.
Δεν είναι δυνατό να νοηθεί χώρος και χρόνος έξω από την πραγματικότητα αυτή. Κάτι όμως που συνεχώς μεταβάλλεται είναι από την φύση του ατελές και ακαθόριστο. Και γι’ αυτό αδύνατο να ορισθεί με ακρίβεια. Οι ορισμοί απαιτούν διαχρονικά αμετάβλητες και απόλυτες έννοιες. Τέτοιες έννοιες όμως είναι δικά μας νοητικά κατασκευάσματα και φαίνεται να μη συνάδουν με την φύση των πραγμάτων. Έτσι για το τι είναι ύλη μπορούμε να πούμε πολλά, να περιγράψουμε επιμέρους ιδιότητές και δυνατότητές της, αλλά είναι αδύνατο να δώσουμε ένα γενικό ορισμό. Γι’ αυτό ίσως είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούμε την έκφραση υλική πραγματικότητα.
Ο ανθρώπινος νους έχει πράγματι δυσκολία να κατανοήσει την πραγματικότητα αυτή. Προσπαθεί λοιπόν να την «κομματιάσει» σε στατικά στιγμιότυπα, που διαδέχονται το ένα το άλλο. Προσπαθεί να ξεχωρίσει, να ταξινομήσει και να κατηγοριοποιήσει τις έννοιες, ώστε να μπορεί να προβεί σε συλλογισμούς. Αποκτά έτσι μία στατική αίσθηση της πραγματικότητας που είναι όμως ένα νοητικό δημιούργημα. Προσπαθεί να ορίσει τα πράγματα θεωρώντας τα στατικά.
Ασυναίσθητα ο άνθρωπος τον τρόπο σκέψης του τον μεταφέρει στην Φύση των πραγμάτων προσπαθώντας να την υποτάξει στους ίδιους νοητικούς κανόνες. Αυτό όμως είναι έξω από την λογική της Φύσης και τον οδηγεί συχνά σε αδιέξοδο και αμηχανία.
Ο τρόπος αυτός σκέψης εκφράστηκε με την λεγόμενη δίτιμη λογική.
Την πατρότητά της πρέπει να αποδώσουμε στον Παρμενίδη τον Ελεάτη, που στο ποίημά του περί Φύσεως περιγράφει τον δρόμο του Είναι σαν τον μόνο βατό και αληθινό και τον δρόμο του μη Είναι σαν αδιανόητο. Οι άνθρωποι κατά τον Παρμενίδη πελαγοδρομούν μέσα στις δοξασίες τους που περιέχουν ένα βαθμό αλήθειας αλλά και ένα βαθμό πλάνης. O κόσμος όμως αυτός της πολλαπλότητας και του γίγνεσθαι, ο κόσμος του είναι και μη είναι, που πρώτος περιέγραψε ο Ηράκλειτος, αποτελεί για τον Παρμενίδη ψευδαίσθηση και τον απορρίπτει για χάρη ενός μοναδικού, ακίνητου, άχρονου, συμπαγούς λογικού κατασκευάσματος που αποκαλεί Εόν, την ολοστρόγγυλη απόλυτη Αλήθεια, που δεν είναι προσιτό στις αισθήσεις, παρά μονάχα στον νου. Επομένως για τον Παρμενίδη το Είναι, είναι και δεν μπορεί να μην είναι, ενώ το μη Είναι δεν είναι και δεν μπορεί να είναι.
Η λογική αυτή μετά τον Παρμενίδη συνεχίστηκε με τον μαθητή του Ζήνωνα τον Ελεάτη, που με τις παραδοξολογίες του προσπάθησε να πολεμήσει την κίνηση και την πολλαπλότητα των όντων, θέτοντας τις βάσεις της τυπικής λογικής, που στηρίζεται αποκλειστικά στην καθαρή νόηση. Την σκυτάλη στην συνέχεια παρέλαβε ο Πλάτωνας με τους Σωκρατικούς του διαλόγους. Ο χαρακτηριστικότερος όμως εκπρόσωπος αυτής της λογικής, είναι ο Αριστοτέλης, που την συστηματοποίησε και την συμπλήρωσε. Αυτή βασίζεται σε τρείς αρχές:
Την αρχή της ταυτότητας: το Α είναι Α
Την αρχή της μη αντίφασης: εάν το Α είναι Β τότε το Α δεν μπορεί να είναι μη-Β
Την αρχή του αποκλειόμενου τρίτου: Το Α θα είναι ή Β ή μη Β.
Η δίτιμη Αριστοτελική λογική, επικράτησε σε όλο τον Δυτικό κόσμο και επιβίωσε αλλά και επιβιώνει για 2.500 χρόνια. Η λάμψη του Αριστοτέλη θάμπωσε την Δύση και σκέπασε κάθε άλλη άποψη πάνω στην λογική, που διατυπώθηκε από άλλους Φιλοσόφους.
Η Αριστοτελική λογική αποτέλεσε και αποτελεί ακόμα, το υπόβαθρο της επιστημονικής σκέψης και έρευνας στον Δυτικό κόσμο. Είναι η λογική των τυπικών μαθηματικών, που θεωρήθηκαν ότι περιγράφουν τέλεια την Φύση και γι’ αυτό συνδέθηκαν στενά με την επιστημονική έρευνα.
Κάθε σοβαρή επιστημονική μελέτη επιζητεί το αποτέλεσμά της να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και να διαθέτει μαθηματική τεκμηρίωση. Οι επιστήμονες σιχαίνονται την ασάφεια. Σύμφωνα μάλιστα με το ρεύμα του λογικού θετικισμού, κυρίαρχης φιλοσοφίας της επιστήμης του 20ου αιώνα, αν δεν μπορείς να αποδείξεις ή να επαληθεύσεις μαθηματικά όσα λες, τότε δεν λες τίποτα.
Στον αντίποδα πάντως ο Αϊνστάιν παρά τις Αριστοτελικές καταβολές του, παραδέχτηκε προς το τέλος της ζωής του, την αναντιστοιχία μαθηματικών και πραγματικότητας, δηλώνοντας ότι «όσο οι νόμοι των μαθηματικών αναφέρονται στην πραγματικότητα δεν είναι βέβαιοι. Και όσο είναι βέβαιοι δεν εκφράζουν την πραγματικότητα». Επομένως κατά τον Αϊνστάιν η προσπάθεια να ερμηνευτεί ο πραγματικός κόσμος με την λογική των τυπικών μαθηματικών, οδηγεί σε ένα βαθμό αβεβαιότητας ή ασάφειας.
Εκείνοι που επίσης σιχαίνονται την ασάφεια είναι οι εκπρόσωποι των Θρησκευτικών ιερατείων, των μονοθεϊστικών θρησκειών. Ο διαχωρισμός αλήθειας και πλάνης είναι απόλυτος. Ο Λόγος του Θεού που διδάσκει το Ιερατείο είναι ο μόνος Αληθινός και επομένως αδιαπραγμάτευτος και η εξ αποκαλύψεως αλήθεια είναι αδιανόητο να αμφισβητείται από το ποίμνιο των προβάτων – πιστών. Αμφισβητείται μόνον από τον Σατανά και τους οπαδούς του που εκφράζουν την πλάνη και το ψεύδος.
Οι εκπρόσωποι των ιδεολογιών είναι μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που σιχαίνονται την ασάφεια. Θεματοφύλακες της απόλυτης αλήθειας, που η ιδεολογία τους θα οδηγήσει ντετερμινιστικά στην ιδανική κοινωνία, δεν ανέχονται παρεκκλίσεις από την ιδεολογική καθαρότητα. Η αβεβαιότητα προδιαθέτει σε κριτική στάση απέναντι στα πράγματα και δεν βοηθάει στην χειραγώγηση των μαζών, όπως ονομάζουν τους πολίτες με υποσυνείδητα υποτιμητική διάθεση. Όπως λέει και ο Μπέρντραντ Ράσελ « Δεν θα πεθάνω ποτέ για τις ιδέες μου γιατί ενδέχεται και να κάνω λάθος!»
Συνέπεια της δίτιμης λογικής είναι ο μηχανιστικός ντετερμινισμός, όπου η αιτία προκαθορίζει το αποτέλεσμα. Τα γεγονότα είναι προδιαγεγραμμένα από την Μοίρα ή την Θεία Πρόνοια, ή φυσικούς νόμους με άκαμπτες αιτιατές αλυσίδες. Αν κάποιος γνώριζε απόλυτα τις βουλές του Κυρίου, ή τις αλληλουχίες των αιτίων, θα μπορούσε με ασφάλεια να προβλέψει το μέλλον. Η άποψη αυτή που αποκλείει την τυχαιότητα, οδηγεί στην μοιρολατρία, ακυρώνοντας την ελεύθερη βούληση και καθιστώντας τους ανθρώπους έρμαια εκείνων, που εμφανίζουν τα προσωπικά τους συμφέροντα σαν προσταγή της Μοίρας.
Η δίτιμη λογική βρίσκεται λοιπόν αυτονόητα στον πυρήνα των μονοθεϊστικών θρησκειών και των ιδεολογιών που βασίζονται στον στείρο δογματισμό και τον αποκαλυπτικό ατεκμηρίωτο διλληματικό λόγο του τύπου καλός – κακός, πιστός – άπιστος, δίκαιος – άδικος, κόλαση – παράδεισος , λόγο που βοηθά τα ιερατεία, θρησκευτικά και ιδεολογικά, να ελέγχουν και να καθοδηγούν το ποίμνιο και τους οπαδούς τους κατά τα συμφέροντά τους και της λογικής ότι όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας. Και βέβαια ήταν και παραμένει πολύτιμο εργαλείο στα χέρια της εξουσίας για να θέτει εκβιαστικά διλλήματα στους λαούς και να χειραγωγεί την θέλησή τους κατά το δοκούν.
Σε αντιδιαστολή με τον Αριστοτέλη, ο Επίκουρος βάσισε την γνωσιοθεωρία του στην πλειότιμη λογική, που απορρέει από την παρατήρηση και εμπειρία της Φύσης.
Ο Χ. Θεοδωρίδης στο βιβλίο του « Επίκουρος η αληθινή όψη του Αρχαίου Κόσμου » γράφει σχετικά: « Η αντιπάθεια του Επίκουρου για τα άγονα λογικά παιχνίδια, προχωρούσε ως το σημείο να μην εμπιστεύεται ακόμα και εκείνα που τα λένε βάση του λογικού, τις λογικές αρχές. Μία πληροφορία μας λέει ότι αρνιόταν να υποτάξει την σκέψη του στον λεγόμενο νόμο της αντίφασης. Στην διάζευξη με το ¨ή¨ όταν δηλαδή μία από τις προτάσεις αληθεύει, ψεύδεται αναγκαστικά η αντίθετή της, ( Ο Έρμαρχος αύριο θα ζει, ή δεν θα ζει ) απαντούσε ότι τέτοια αναγκαιότητα δεν βρίσκεται στην φύση των πραγμάτων, ούτε μπορώ να δεσμεύσω την βούλησή μου με τέτοια λογικά παιχνίδια. »
Οι ρίζες της πλειότιμης λογικής βρίσκονται στους Ίωνες Φυσικούς Φιλοσόφους και ιδιαίτερα στον Ηράκλειτο. Τον φιλόσοφο του Γίγνεσθαι του Είναι και του Είναι δια του Γίγνεσθαι. Του είναι και δεν είναι. Της ενότητας των αντιθέτων, που εκφράζεται με τον αμοιβαίο αλληλοπροσδιορισμό των αντιθέτων, ή με την αλληλοδιαδοχή τους στον χρόνο, είτε με τις αντιθετικές οπτικές γωνίες με τις οποίες μπορεί να ειδωθεί μία κατάσταση ή ένα γεγονός.
Η πλειότιμη λογική είναι η βάση της «διαλεκτικής» της Φύσης. Τα αποτελέσματα της «διαλεκτικής» αυτής, ή για να μην παρεξηγούμαστε της «διαδραστικότητας» των φαινομένων, είναι η ανάδυση νέων καταστάσεων, ιδιοτήτων και δεδομένων, με σύγχρονη εξαφάνιση άλλων προϋπαρχόντων, που δεν είναι όμως προκαθορισμένα. «Πόλεμος μεν πατήρ πάντων εστί, πάντων δε Βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε, τους δε ελεύθερους.» ( ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, Έλεγχος ΙΧ). όπως είπε ο Μεγάλος Φιλόσοφος. Και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το αποτέλεσμα ενός πολέμου, μιας διαμάχης, που όμως πάντα σύμφωνα με τον Ηράκλειτο περιορίζεται μέσα στα όρια που επιβάλλει ο Λόγος, ο υπέρτατος Φυσικός Νόμος. «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα. Ει δε μη Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».( ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Περί φυγής ΙΙ,604α).
Η πλειότιμη λογική βασίζεται στην παραδοχή ότι ο συλλογισμός «Το Α είναι Β και μη Β» είναι έγκυρος. Σε αντίθεση με την δίτιμη που είναι στατική και μονόπλευρη, η πλειότιμη συμπεριλαμβάνει την διάσταση του Χρόνου και την έννοια της πολλαπλής προοπτικής για τα πράγματα.
Στο ίδιο κλίμα ο Πρωταγόρας δηλώνει πως «..ο άνθρωπος είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα γι’ αυτά που Είναι ότι είναι και γι’ αυτά που δεν Είναι ότι δεν είναι».
Ο σύγχρονος του Πρωταγόρα Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, δάσκαλος του Περικλή και του Ευριπίδη διατυπώνει στο περί Φύσεως σύγγραμμά του την αρχή « …πάντα παντός μοίρα μετέχει » δηλαδή το κάθε τι περιέχεται σε ένα βαθμό στο κάθε τι. Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα κάθε σώμα αποτελείται από σπέρματα, που περιέχουν μερίδια από όλα τα διαφορετικά σώματα που ενυπάρχουν στο σύμπαν σε κάποιο βαθμό και παίρνει την μορφή και τις ιδιότητες από τα μερίδια του σώματος που περιέχει σε μεγαλύτερο βαθμό.
Η αρχή αυτή σύμφωνα με την οποία ένα υποσύνολο μπορεί να περιέχει το γενικό σύνολο σε κάποιο βαθμό, δηλαδή το μερικό περιέχει το όλον σε κάποιο βαθμό, συνιστά σήμερα την αρχή της Θεωρίας των ασαφών συνόλων που πάνω της βασίζεται η σύγχρονη πλειότιμη «ασαφής» λογική που κατέστησε δυνατή την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και των νευρωνικών δικτύων στην εποχή μας.
Ο Αναξαγόρας διατύπωσε την άποψη ότι ο άνθρωπος με τις ατελείς αισθήσεις του συλλαμβάνει την πραγματικότητα σε ένα βαθμό και ότι από τα φαινόμενα πρέπει να συμπεραίνουμε για τα άδηλα. Ενδιαφέρουσα ήταν η άποψή του ότι το Ον όσο και να διαιρεθεί, ποτέ δεν θα μεταπέσει στο μη Ον, γεγονός που η σύγχρονη Φυσική τείνει να επιβεβαιώσει! Δίδασκε ότι η ελευθερία πηγάζει από την «θεωρία», δηλαδή την παρατήρηση της Φύσης και τον ορθολογικό στοχασμό και ότι είναι προϋπόθεση της Ευδαιμονίας.
Ο Αναξαγόρας μετά την φυγάδευσή του από την Αθήνα, όπου τον δίκασαν για αθεΐα, κατέφυγε στην Λάμψακο όπου ίδρυσε Σχολή και δίδαξε έως τον θάνατό του. Οι Λαμψακηνοί τον αγάπησαν και τον τίμησαν και η φιλοσοφία του ήταν πολύ ζωντανή όταν ο Επίκουρος κατέφυγε στην Λάμψακο και διαμόρφωσε εκεί την δική του φιλοσοφία με εμφανείς επιρροές από τον Αναξαγόρα. Μαρτυρία γι’ αυτό μας δίνει ο Διοκλής όπως μας πληροφορεί ο Διογένης ο Λαέρτιος, που αναφέρει ότι ο Επίκουρος από τους παλιούς φιλοσόφους αποδεχόταν κυρίως τον Αναξαγόρα, αν και τον είχε αντικρούσει σε κάποιες περιπτώσεις, και τον Αρχέλαο τον Δάσκαλο του Σωκράτη.
Στην επιστολή του προς Πυθοκλή ο Επίκουρος γράφει:
« Δεν πρέπει να βιάζουμε τα πράγματα για να τα ταιριάξουμε στις δοξασίες μας, ούτε να υιοθετούμε μια εκδοχή για τα πάντα… τα γενεσιουργά αίτια των ουρανίων φαινομένων μπορεί να είναι περισσότερα από ένα και να υπάρχουν αρκετές διαφορετικές ερμηνείες γι’ αυτά, που να συμφωνούν εξ ίσου με τα δεδομένα των αισθήσεων. Δεν πρέπει να μελετούμε την Φύση στην βάση κενών υποθέσεων και αυθαίρετων δοξασιών, αλλά πάντα βασιζόμενοι στα ίδια τα φαινόμενα».
Ο Επίκουρος βασίζεται στην εμπειρία και τα δεδομένα των αισθήσεων και των συναισθημάτων του πόνου και της ηδονής, προκειμένου να αποφανθεί για την πραγματικότητα.
Αλλά η πραγματικότητα υπεκφεύγει σε μεγάλο βαθμό της άμεσης αντίληψής μας. Για τα άδηλα λοιπόν πρέπει να συμπεραίνουμε από τα φαινόμενα, γιατί όλες μας οι σκέψεις έχουν γεννηθεί από τις αισθήσεις, είτε από άμεση αντίληψη, είτε κατά ομοιότητα ή κατ’ αναλογία ή μέσω σύνθεσης με την βοήθεια κάποιων συλλογισμών όπως είπε ο Δάσκαλος, με βάση την επιμαρτύρηση και μη αντιμαρτύρηση, ή την αντιμαρτύρηση και μη επιμαρτύρηση. Η εξήγηση λοιπόν ενός φαινομένου, εάν πληροί την συνθήκη της επιμαρτύρησης ή τουλάχιστον της μη αντιμαρτύρησης πρέπει να γίνεται αποδεκτή μέχρις ότου προκύψει γνώση που θα την διαψεύσει.
Οι εξηγήσεις λοιπόν ενός φαινομένου μπορεί να είναι πολλές ίσως και φαινομενικά αντιφατικές και όλες πρέπει να γίνονται αποδεκτές γιατί «………τα πάντα διατηρούνται αδιάσειστα όταν εξηγηθούν με την μέθοδο των πολλαπλών αιτίων ( πλεοναχόν τρόπον ) σε συμφωνία με τα φαινόμενα και όταν κάποιος αναδείξει όσα είναι ευλογοφανή σε σχέση με αυτά. Αλλά όταν κάποιος δέχεται το ένα και απορρίπτει το άλλο που είναι εξ ίσου σύμφωνο με τα φαινόμενα, τότε είναι προφανές ότι εγκαταλείπει την σοβαρή έρευνα της Φύσης και κατρακυλά στον μύθο». ( Προς Πυθοκλή Επιστολή)
Ο Δάσκαλος απέρριψε την δίτιμη λογική και την διαλεκτική που απορρέει από αυτήν, όπως μας πληροφορεί ο Διογένης ο Λαέρτιος, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες του Κικέρωνα που τον κατηγορεί ότι εγκατέλειψε ολόκληρο το οπλοστάσιο της λογικής απέρριψε τον ορισμό, δεν διδάσκει τίποτα περί διαίρεσης και χωρισμού σε μέρη, δεν διδάσκει κανόνες επαγωγικού συλλογισμού εξαγωγής συμπερασμάτων και δεν διαθέτει καμιά μέθοδο επίλυσης σοφιστικών διλλημάτων, ή ανεύρεσης σφαλμάτων σε διφορούμενες προτάσεις (definibus 1.22).
O Κικέρων δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι ο Επίκουρος απέρριψε την κρατούσα δίτιμη λογική, αντικαθιστώντας την με την λογική της φύσης. Δεν ήταν ο μόνος.
Ο Δάσκαλος, αποδεχόμενος την αβεβαιότητα και την τυχαιότητα, αμφισβήτησε τον μηχανιστικό ντετερμινισμό, όπου το αίτιο προκαθορίζει το αποτέλεσμα, σαν την μόνη μορφή αιτιοκρατίας στην Φύση, προκρίνοντας μια σύνθετη πολυδύναμη μορφή αιτιοκρατίας, όπου η σχέση αιτίων και αποτελεσμάτων είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη και διαδραστική, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τα γεγονότα της συγκυρίας και επομένως ασαφής. Η έννοια της παρέγκλισης των ατόμων που εισάγει ο Επίκουρος, είναι έκφραση αυτής ακριβώς της μορφής αιτιοκρατίας.
Αυτός είναι και ο λόγος που στην Επικούρεια φιλοσοφία, η λογική δεν είναι ανεξάρτητη από την φυσική, αλλά εντάσσεται σ’ αυτήν, ενώ στον Πλάτωνα τον Αριστοτέλη και τους Στωικούς αποτελεί ξεχωριστό Κεφάλαιο.
Αλλά ας μιλήσουμε λίγο για την πλειότιμη λογική ή όπως λέει ο Δάσκαλος τον «πλεοναχό τρόπο» .
Στην συνεχή ροή της πραγματικότητας δεν υπάρχει καθορισμένο όριο μετάβασης από μία κατάσταση σε μία άλλη. Πότε μια συγκέντρωση σπόρων γίνεται σωρός, πότε μια παρέα ανθρώπων γίνεται πλήθος, πότε εμφανίστηκε ο άνθρωπος στην Γη, πότε ένας άνδρας γίνεται φαλακρός και πόσες τρίχες πρέπει να έχει κάποιος στο κεφάλι του για να μην είναι φαλακρός είναι ερωτήματα χωρίς νόημα.
Η σύγχρονη πλειότιμη λογική βασίζεται στην θεωρία των ασαφών συνόλων. Στα τυπικά μαθηματικά τα μέλη ενός συνόλου περιέχονται ή δεν περιέχονται κατά 100% στο σύνολο αυτό, π.χ. το σύνολο των ανδρών. Αυτό είναι ένα σαφές σύνολο. Ένας άνθρωπος είτε είναι άνδρας και περιέχεται στο σύνολο, είτε δεν είναι και δεν περιέχεται. Εδώ ο Αριστοτέλης έχει δίκιο. Το Α ανήκει είτε στο Β είτε στο μη Β.
Τι γίνεται όμως με το σύνολο των ευτυχισμένων ανθρώπων; Κανείς άνθρωπος δεν αισθάνεται απόλυτα ευτυχής αλλά ούτε και απόλυτα δυστυχής. Κάθε άνθρωπος αισθάνεται σε ένα βαθμό ευτυχής και σε ένα βαθμό μη ευτυχής. Επομένως κάθε άνθρωπος θα ανήκει κατά ένα βαθμό στο σύνολο των ευτυχισμένων ανθρώπων και κατά ένα άλλο βαθμό στο σύνολο των μη ευτυχισμένων ανθρώπων. Το σύνολο των ευτυχισμένων ανθρώπων είναι επομένως ένα ασαφές σύνολο που περιέχει το σύνολο των ανθρώπων κατά ένα βαθμό. Ο βαθμός κατά τον οποίο ένα μέλος ανήκει στο σύνολο αυτό, εκφράζεται με τον βαθμό περιεκτικότητας, ο οποίος παίρνει τιμές μεταξύ 0 έως 1.
Αλλά και το σύνολο των μη ευτυχισμένων ανθρώπων είναι και αυτό ένα ασαφές σύνολο που περιέχει επίσης το σύνολο των ανθρώπων κατά ένα βαθμό συμπληρωματικό του βαθμού περιεκτικότητας του πρώτου συνόλου. Επομένως το Α ανήκει στο Β και συγχρόνως στο μη Β. Εδώ ο Αριστοτέλης χαϊδεύει αμήχανα την γενειάδα του και ο Επίκουρος χαμογελά κάτω από τα μουστάκια του.
Παρατηρούμε δηλαδή ότι το σύνολο των ευτυχισμένων ανθρώπων, αν και υποσύνολο του συνόλου των ανθρώπων, περιέχει το σύνολο των ανθρώπων κατά ένα βαθμό. Το ίδιο συμβαίνει και με το υποσύνολο των μη ευτυχισμένων ανθρώπων. Δηλαδή το μερικό περιέχει το όλον κατά ένα βαθμό ή « …πάντα παντός μοίρα μετέχει ». Το πρόσωπο του παππού Αναξαγόρα λάμπει από ικανοποίηση!
Στην πλειότιμη λογική κάθε έννοια αντιστοιχεί σε ένα ασαφές σύνολο. Για παράδειγμα η έννοια, ή η πρόληψη όπως λέει ο Δάσκαλος, «κατοικία» μπορεί να περιλαμβάνει με ένα βαθμό περιεκτικότητας ένα διαμέρισμα, μια μονοκατοικία, μία αγροικία, μία έπαυλη, κ.ο.κ. Ό κάθε άνθρωπος από το ιστορικό των παραστάσεών του και την προσωπική του εμπειρία έχει διαμορφώσει, με την αφαίρεση και την γενίκευση, τη δική του πρόληψη – έννοια που αντιστοιχεί στην λέξη «κατοικία». Οι παραλλαγές της έννοιας είναι τόσες όσοι και οι άνθρωποι. Ο Εσκιμώος θα συμπεριλάβει το ιγκλού, ο Αφρικανός την αχυρένια καλύβα, ο Βασιλιάς της Αγγλίας τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, ο άστεγος το χαρτόκουτο και ο Διογένης το πιθάρι. «Πάντων χρημάτων μέτρο άνθρωπος» που είπε και ο Πρωταγόρας.
Η «ασάφεια» της έννοιας δεν επιτρέπει τον ορισμό της, παρά μόνο την περιγραφή της, με τα κοινά πάνω κάτω χαρακτηριστικά της έννοιας. Να γιατί ο Δάσκαλος είναι κατά των ορισμών. Αυτό δεν εμποδίζει την έννοια να αποδίδεται με μία συγκεκριμένη λέξη. Οι προλήψεις – έννοιες είναι προσωπικές, οι λέξεις δημόσιες.
Έτσι η κωδικοποίηση της έννοιας με μία συγκεκριμένη λέξη και μόνο αυτή, μαζί με την απόρριψη της μεταφυσικής είναι τα μοναδικά δείγματα δογματισμού της Επικούρειας Φιλοσοφίας. Όπως λοιπόν συνάγεται από τα παραπάνω, σύμφωνα με τον Κανόνα, ο τρόπος της δημιουργίας των προλήψεων – εννοιών από τις παραστάσεις παραπέμπει ευθέως στην έννοια ως ασαφές σύνολο. Ο Επίκουρος σκέφτεται με ασαφή σύνολα. Αυτό αποδεικνύει ο Κανόνας.
Αφού όλες οι έννοιες αποτελούν ασαφή σύνολα γιατί να μην μπορούν και οι αριθμοί να θεωρηθούν ως τέτοια; Αγνοούμε την λιποθυμία του Πυθαγόρα και συνεχίζουμε. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον αριθμό 0. Ο αριθμός 0 ανήκει 100% στο μηδενικό σύνολο. Αλλά και όλοι οι άλλοι μικροί αριθμοί κοντά στο μηδέν μπορούν να ανήκουν στο μηδενικό σύνολο κατά ένα βαθμό ο οποίος φθίνει όσο απομακρυνόμαστε από το μηδέν. Στην μία ακραία περίπτωση λοιπόν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όλοι οι αριθμοί ανήκουν στο μηδενικό σύνολο κατά ένα βαθμό, επομένως κάθε αριθμός ως ασαφές υποσύνολο περιέχει το σύνολο των αριθμών κατά ένα βαθμό, ενώ στην άλλη ακραία περίπτωση το μηδενικό σύνολο περιέχει μόνο το μηδέν και κάθε αριθμός μόνο τον εαυτό του.
Στην πρώτη περίπτωση η εντροπία, η παράμετρος δηλαδή που εκφράζει τον βαθμό ασάφειας του ασαφούς συνόλου, γίνεται μέγιστη ενώ στην δεύτερη μηδενίζεται. Η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη των τυπικών μαθηματικών που ανήκουν στην δίτιμη λογική. Επομένως τα τυπικά μαθηματικά μπορούν να θεωρηθούν ακραία περίπτωση των ασαφών μαθηματικών, που εκφράζονται από τα ασαφή σύνολα και η τυπική λογική ακραία περίπτωση της πλειότιμης.
Εάν όμως η έκφραση της δίτιμης λογικής, ο αριθμός, μπορεί να θεωρηθεί ασαφής τότε τα πάντα μπορούν να θεωρηθούν ασαφή. Επομένως και η πορεία ενός σωματιδίου μπορεί να μην είναι πάντοτε γραμμική αλλά σε ένα βαθμό ασαφής. Αλλά η παρέγκλιση του Επίκουρου δεν εκφράζει άραγε αυτήν την ασάφεια στην κίνηση των ατόμων; Να λοιπόν πως φτάνει κανείς στην παρέγκλιση χρησιμοποιώντας την πλειότιμη λογική χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στην μεταφυσική.
Από μία άλλη προσέγγιση η Φύση κατά τον Επίκουρο είναι ατελής, επομένως τέλεια γραμμική πορεία ενός σωματιδίου δεν μπορεί να υφίσταται. Η παρέγκλιση είναι επομένως φυσική απόρροια αυτής της προσέγγισης.
Η πλειότιμη λογική τόσο η Επικούρεια όσο και η σύγχρονη και αν ακόμα διαφέρουν σε επί μέρους, στηρίζονται στις ίδιες αρχές που απορρέουν από την παρατήρηση της Φύσης και την εμπειρία.
Ας δούμε πως λειτουργεί η πλειότιμη λογική στην ερμηνεία της Φύσης. Παράδειγμα το σοφιστικό ερώτημα ποιο έγινε πρώτο το αυγό ή η κότα δεν έχει κανένα νόημα. Το αυγό διαδέχεται την κότα, αλλά η κότα που θα βγει από το αυγό, διαφέρει έστω κατ’ ελάχιστο από την μητρική κότα, επειδή η φύση μέσω του DNA δεν παράγει ακριβή αντίγραφα των οργανισμών, αλλά ελαφρά τροποποιημένα από το πρωτότυπο. Όπως ειπώθηκε σε μία όμορφη τηλεοπτική εκπομπή του καθηγητή του πανεπιστημίου Κρήτης Γεώργιου Γραμματικάκη, η Φύση δεν λειτουργεί σαν εργοστάσιο παραγωγής τυποποιημένων προϊόντων, αλλά σαν μάστορας. Και ποτέ δεν γνωρίζεις με σιγουριά τι ακριβώς θα σου βγάλει ένας μάστορας.
Κοντολογίς στα βάθη του χρόνου η κότα προήλθε από κάποιο ερπετό που με συνεχείς γενετικές αλλαγές κατέληξε στην σημερινή κότα που και αυτή θα εξελιχθεί σε κάτι άλλο στο μακρινό μέλλον.
Στο βιολογικό επίπεδο πάντα η έκφραση ενός γονιδίου δεν είναι δεδομένη αλλά επηρεάζεται από τον βαθμό έκφρασης των άλλων γονιδίων, τις συνθήκες του άμεσου και ευρύτερου περιβάλλοντος και από μια πλειάδα άλλων παραγόντων της συγκυρίας, ώστε ακόμα και σε ταυτόσημους δίδυμους τα δακτυλικά αποτυπώματα να διαφέρουν. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι δύο μονοωογενείς δίδυμοι είναι και δεν είναι όμοιοι;
Η πλειότιμη λογική βρίσκεται σήμερα στην αιχμή της επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης, καθιστώντας δυνατή την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και των νευρωνικών δικτύων και βοηθώντας την κατανόηση περίπλοκων βιολογικών φαινομένων. Δεν είναι απλά θεωρία αλλά εφαρμοσμένη επιστήμη σε πείσμα εκείνων που επιμένουν στην δίτιμη λογική. Αλλά ο Επίκουρος δεν θα ενδιαφερόταν ιδιαίτερα γι’ αυτό.
Για μία φιλοσοφία που στοχεύει στην ευδαιμονία του ανθρώπου τα επιστημονικά επιτεύγματα δεν έχουν τελικά τόση σημασία. Για τον Επίκουρο η πλειότιμη λογική ήταν εργαλείο απελευθέρωσης της ανθρώπινης διάνοιας από τα δεσμά της δίτιμης λογικής. Αυτός ήταν ο ένας λόγος για τον οποίο ο Επίκουρος δεν συμπαθούσε τα μαθηματικά, την κορωνίδα της δίτιμης λογικής και όχι γιατί δεν τα κατανοούσε. Ο άλλος λόγος ήταν οι μεταφυσικές προεκτάσεις που είχαν δώσει στους αριθμούς οι Πυθαγόρειοι.
Αν η εφαρμογή της πλειότιμης λογικής κάνει τους υπολογιστές εξυπνότερους, πόσο μάλλον αυτό ισχύει για τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αλλά και αυτό δεν είναι το σημαντικότερο. Η απαλλαγή από ένα δογματικό τρόπο σκέψης, που αιχμαλωτίζει την διάνοια με τα δεσμά μιας τεχνητής αναγκαιότητας, που επιβάλλει συγκεκριμένες επιλογές και που οδηγεί σε διλλήματα και αδιέξοδα, και επομένως σε άγχος, αμηχανία, ψυχική ταραχή και μοιρολατρία, ανοίγει τον δρόμο στην προσωπική ελευθερία και την ελεύθερη βούληση. Και η ή ελευθερία αυτή είναι προϋπόθεση της Ευδαιμονίας. «Ευδαίμον το ελεύθερον» όπως έλεγε ο Περικλής.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ακόμα ότι η πλειότιμη λογική δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα. Τι άλλο ήταν αλήθεια η Δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας από μία εφαρμογή της πλειότιμης λογικής στην πολιτική πρακτική; Οι πολίτες συνεδρίαζαν και αποφάσιζαν πάνω σε πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητας και της πολιτικής, χωρίς ιδεολογικά κωλύματα άσπρου-μαύρου, γνωρίζοντας ότι αυτοί οι ίδιοι επωμίζονται την εφαρμογή των αποφάσεών τους και τις όποιες συνέπειες.
Αλλά και το πολιτικό σύστημα της αρχαίας Σπάρτης βασίζονταν στην πλειοτιμία. Πολλαπλοί θεσμοί όπως οι Δύο βασιλείς, η Γερουσία, η Εκκλησία του Δήμου, οι Έφοροι συνέβαλλαν σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας στην λήψη των αποφάσεων.
Αλλά και η έννοια της δικαιοσύνης βασίζονταν επίσης στην πλειότιμη λογική. Στα δικαστήρια της αρχαίας Αθήνας, ποτέ το αποτέλεσμα δεν ήταν προδιαγεγραμμένο και εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των αντιδίκων να παρουσιάσουν πειστικά επιχειρήματα. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος της ανάπτυξης της ρητορικής.
Εξ άλλου όπως επισημαίνει ο Adam Watson στο κεφάλαιο για την Κλασική Ελλάδα στο βιβλίο του « Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας», η έννοια της «δίκης» τόσο μεταξύ των πόλεων, όσο και μεταξύ των πολιτών, περιλάμβανε τρία στοιχεία. Το πρώτο ήταν το κοινό περί του δικαίου αίσθημα, το δεύτερο οι πραγματικές υπάρχουσες συνθήκες, το λεγόμενο status quo και το τρίτο την διαπραγμάτευση μεταξύ των αντιδίκων με την βοήθεια ενός τρίτου προσώπου ή κράτους κοινής αποδοχής. Γράφει ο Adam Watson:
« Ένας δίκαιος συμβιβασμός βασισμένος στην δίκη απέχει πολύ για παράδειγμα από την Εβραϊκή αντίληψη των διεθνών σχέσεων, ως μέρους του σχεδίου του Παντοδύναμου Θεού και ως τιμωρίας για την παράβαση του Θείου Νόμου. Αυτός ο τρόπος σκέψης καταδεικνύει επίσης την διαφορά μεταξύ δίκης και δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη είναι τυφλή και ασυμβίβαστη και πρέπει να αποφανθεί έστω και αν πέσει ο ουρανός. Η δίκη ήταν προσεκτική και επιρρεπής στον συμβιβασμό και σκοπός της ήταν να κρατήσει τον ουρανό στην θέση του».
Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά ακόμα παραδείγματα πλειότιμης σκέψης των προγόνων μας. Άλλωστε οι φυσικοί φιλόσοφοι και ο Επίκουρος διαμόρφωσαν την φιλοσοφία τους παρατηρώντας την Φύση και την κοινωνία.
Είναι κρίμα που η πλειότιμη λογική συνδέθηκε με τις μυστικιστικές ανατολικές θρησκείες όπως ο βουδισμός. Είπαμε η λάμψη του Αριστοτέλη, αλλά και τα συμφέροντα του Χριστιανισμού, τύφλωσαν την Δύση και εξαφάνισαν κάθε άλλη άποψη για την λογική, που διατυπώθηκε από άλλους Έλληνες φιλοσόφους.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να σχολιάσω λίγο την έννοια «ασαφής» όπως αποδόθηκε στα Ελληνικά ο αγγλικός όρος “Fuzzy” . Βλέπετε η λέξη πλειότιμη, ξενιτεύτηκε έγινε fuzzy και όταν επαναπατρίστηκε έγινε «ασαφής». Τον όρο Ασαφής λογική που μάλλον προκαλεί δυσφορία σε αρκετούς επιστήμονες προσωπικά τον θεωρώ ορθό σε μεγάλο βαθμό, με την έννοια ότι αποδίδει ικανοποιητικά τα όρια μεταξύ των καταστάσεων. Ο Ηράκλειτος έλεγε « Αρμονίη αφανής φανερής κρέσσων ». Το ίδιο ισχύει και με την σαφήνεια. Η αφανής είναι ουσιαστικότερη της φαινομενικής. Και η ασαφής λογική προσεγγίζει με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια την πραγματικότητα από ότι η δίτιμη που κερδίζει σε απλότητα με τις παραδοχές και στρογγυλοποιήσεις της, αλλά χάνει σε ακρίβεια. Έτσι το φαινομενικά ασαφές, αποδεικνύεται ουσιαστικά σαφέστερο από το φαινομενικά σαφές.
Έπρεπε να περάσουν 2.300 χρόνια για να ανακαλυφθεί και πάλι η πλειότιμη λογική και μόλις το 1965 ο Λόφτι Ζαντέχ διατύπωσε την θεωρία των ασαφών συνόλων για να ξεσηκώσει λυσσαλέες αντιδράσεις από τον επιστημονικό κόσμο. Η πράξη όμως δικαίωσε την Θεωρία.
Μία ευρύτατα γνωστή εφαρμογή της πλειότιμης λογικής είναι το A.B.S. στα φρένα των αυτοκινήτων, που πραγματικά έχουν σώσει ζωές.
Κάθε φορά λοιπόν που θα συναντήσετε απότομη στροφή στον δρόμο της ζωής σας, με πυκνή ομίχλη και ψιλόβροχο, ο Επίκουρος θα σας βοηθήσει να φρενάρετε « ασαφώς» μεν, αλλά με ασφάλεια και θα σας κρατήσει στον δρόμο σώους. Με τον Αριστοτέλη σας εύχομαι καλή τύχη!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
FUZZYLOGIC: Η Νέα Επιστήμη (BartKosko)
Ασαφή Συστήματα: ( Παπαδάκης Σ. – Αδαμίδης Παναγιώτης )
Εισαγωγή στην Ασαφή Λογική ( Θεοδωρίδης Γιάννης)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ( Χαράλαμπος Θεοδωρίδης )
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ( Χαράλαμπος Θεοδωρίδης )
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ( Γιάνης Κορδάτος)
Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΤΟΝ 21Ο ΑΙΩΝΑ ( EricAnderson )
,Μήπως το ασαφές εμπεριέχεται μέσα στο σαφές; Το 0,2 εμπεριέχεται στο 0. Το ίδιο και το 0,3. Με παρόμοια σκέψη, το 0,6 στο 1 και ούτω καθεξής.
Τα ίδια τα 0,2 και 0,3 και όλοι οι μικρότεροι αριθμοί ή αποστάσεις ανάμεσα σε δύο συνεχόμενους αριθμούς, από μόνα τους, αν ειδωθούν ως υποτιθέμενες στατικές μορφές ή σημεία, είναι και αυτά/οί εν δυνάμει σαφή σημεία. Εν δυνάμει δηλαδή σαφή σημεία παρά ασαφή.
Επομένως, εξαρτάται όχι μόνο από την θέση μας αλλά και την διαθεσή μας να βρεθούμε κοντά ή μακριά από τα εν λόγω σημεία, το σε ποιό βαθμό και κατά πόσο αποτελούν σαφείς ή ασαφείς καταστάσεις.
Αν για να επιτύχουμε έναν στόχο αρκεί να κοιτάμε από μακριά τα σημεία από τα οποία θα περάσουμε, τότε μας αρκεί αυτή η θέση, μην έχοντας την ανάγκη να εστιάσουμε σε αυτά.
Αν όμως ο στόχος δεν είναι σταθερός, ίδιος, αμετάλλακτος, αλλά επαναπροσδιορίζεται σε κάθε διαφορετική χρονική στιγμή, τότε η εστίαση στους ενδιάμεσους αριθμούς ή σημεία, αμβλύνει τις έννοιες της σταθερότητας, τις παραραγκωνίζει χωρίς να τις αγνοεί, προκειμένου να ανακαλύψει κανείς, κάτι άλλο.
Ακόμα κι αν αυτό το κάτι άλλο, διέπεται από κοινό κανόνα με αυτόν που ορίζει τη σχέση των σημείων εκείνων που δεχόμαστε να αποκαλούμε ως σαφή σημεία, το ταξίδι για να φτάσουμε σε αυτό, περνά από διαφορετική διαδρομή και επομένως πρόκειται για μια η πολλές, ανάλογα με τον αριθμό τέτοιων δρόμων, διαφορετικές καταστάσεις.
Πρόκειται για κάτι άλλο, που εν μέρει ενδέχεται να διέπεται από ίδιους κανόνες. Είναι και ταυτόχρονα, δεν είναι.
Μήπως λοιπόν η διττή λογική δεν αποκλείει την ασαφή, αλλά εμπεριέχονται η μία στην άλλη; Εναλλάσσονται δηλαδή.