Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή. Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον άνω Ευφράτη της Συρίας, γύρω στο 125 μ.Χ. κάπου στο σημερινό Κουρδιστάν. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του τον έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε πολύ.
Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα (στο έργο του «Περὶ τοῦ ἐνυπνίου» αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας. Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδος, της Ιταλίας και της Γαλατίας.
Υπερασπίστηκε με θέρμη και πίστη την αλήθεια, αλλά δεν προσπάθησε να εμβαθύνει σε μελέτες για την ανεύρεσή της. Στις ηθικές αντιλήψεις ακολούθησε τον Επίκουρο. Γι αυτό και έζησε με σύνεση, δεν προσηλώθηκε σε τίποτε ούτε υποδουλώθηκε σε κανέναν. Αντίθετα, ο ορθολογισμός και ο σκεπτικισμός του τον έκαμαν να αμφισβητήσει και να σατιρίσει τους πάντες και τα πάντα. Χλευάζει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της εποχής του (Ικαρομένιππος, Θεών εκκλησία), ειρωνεύεται την ανοησία των ανθρώπινων επιθυμιών (Πλοίον ή Ευχαί), σκώπτει τους φιλοσόφους για την υπεροψία, τη φιλοχρηματία και την άγονη ηθικολογία τους (Λαπίθαι, Βίων πράσις), αποκρούει τη δογματική φιλοσοφία (Ερμότιμος) και καταδικάζει τη δεισιδαιμονία και τον χριστιανισμό, τον οποίο θεωρεί δεισιδαιμονία. Δεν είναι όμως πάντοτε χλευαστικός και επικριτικός. Συχνά η στάση του απέναντι στη ζωή γίνεται θετική, όπως όταν εξυμνεί την αρχαία ελληνική σωματική αγωγή (Ανάχαρσις ή περί γυμνασίωή), την άδολη και ειλικρινή φιλία ( Τόξαρις ή Φιλία).
Το πιο εκπληκτικό σχετικά με τον τρόπο γραφής του Λουκιανού είναι το πόσο έντεχνα χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, ακόμη και την Αττική διάλεκτο, δεδομένου ότι δεν ήταν η μητρική του γλώσσα(;). Μελέτησε την Αττική διάλεκτο με τόση φροντίδα, ώστε έγινε κύριος πολλών γραμματικών τύπων και μπορούσε να εκφράζεται με ακρίβεια και σαφήνεια. Διακρίνεται για τη διαύγεια και την παραστατικότητα του ύφους του, ιδιαίτερα στις περιγραφές.
Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών, παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικουρείων και των Κυνικών ήταν που προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. Υπερασπίστηκε στη στάση ζωής των κυνικών φιλοσόφων, πράγμα που αντανακλάται στους χαρακτήρες πολλών διαλόγων του. Αντίθετα, αντιπαθούσε σφόδρα τους Στωικούς, ίσως για την πασίγνωστη τάση τους να ανακατεύονται στην πολιτική, το πομπώδες ύφος τους και τον δογματισμό τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σατίρισε όλους τους φιλοσόφους και στις σχολές τους εκτός από τον Επίκουρο και τον Κήπο. Ο Λουκιανός αναφέρεται με περιφρόνηση, ειρωνεία και σαρκασμό στους φιλοσόφους, τους οποίους παρουσιάζει να στέκονται με ανοιχτό το στόμα απέναντι στους πλουσίους και να χάσκουν μπροστά στο χρήμα αποκαλώντας τους πιο δειλούς ακόμη και από αυτό το λαγό, πιο κόλακες ακόμη και από τους πιθήκους, πιο φιλόνικους και από τα κοκόρια, πιο αδιάντροπους από τα γαϊδούρια. Παρομοιάζει τους φιλοσόφους με ηθοποιούς στην τραγωδία, οι οποίοι είναι μαλθακοί και θηλυπρεπείς, καθώς καλύπτονται από τη μάσκα.
Γενικά, ο Λουκιανός απεχθανόταν τους δογματισμούς, την αδιαλλαξία και τις ακραίες φιλοσοφικές διαμάχες, όπως και την επιτηδευμένη γλώσσα και τα σοφίσματα. Στο διάλογό του Ερμότιμος ή Περί αιρέσεων, καυτηριάζει τον δογματικό τρόπο σκέψης και την όλη ψυχολογία του “οπαδού” μιας σχολής, ενός ρεύματος ή μιας πίστης, Στον διάλογό αυτόν όπως και στους περισσότερους, παρατηρούμε ότι χρησιμοποιεί την επικούρεια λογική δηλαδή τον Κανόνα.
Χρησιμοποιεί κατά κόρον τον διάλογο για να σατιρίσει, να καυτηριάσει και να αναπτύξει τα θέματα που τον απασχολούν. Είναι ένας διάλογος λιτός και γεμάτος χαριτολογίες, απαλλαγμένος από τα περίτεχνα και πομπώδη σχήματα λόγου που συναντά κανείς συχνά σε φιλοσοφικούς διαλόγους.
Μια ακόμη τολμηρή καινοτομία του Λουκιανού είναι ότι ανέμειξε πεζό με ποιητικό λόγο. Οι διάλογοί του συχνά διανθίζονται με εκλεκτά ποιητικά αποσπάσματα και παροιμιώδεις φράσεις, που δίνουν ζωντάνια στη ροή του κειμένου. Ο λόγος του Λουκιανού είναι αιχμηρός και διεισδυτικός. Με μεγάλη οξύνοια αποκαλύπτει και καυτηριάζει τα σφάλματα των συγχρόνων του: τη διαφθορά των ηθών, την κενοδοξία των φιλοσόφων, τη σχολαστικότητα των γραμματικών καθώς και τη δεισιδαιμονία και τη μωρία του απλού λαού.
Παρότι αντιπαθούσε την αστρολογία (βλ. Ἀλέξανδρος ή Ψευδόμαντις) και τις νέες μυστικιστικές τάσεις της εποχής του, ο σκεπτικισμός του κατευθύνεται κυρίως κατά της λαϊκής δεισιδαιμονίας και της παραδοσιακής θρησκείες. Την τελευταία την αντιμετωπίζει με ορθολογικό πνεύμα. Συχνά ειρωνεύεται τις υπερβολές της μυθολογίας, όπως αυτή εκφράζεται στην ποίηση, και δε διστάζει να θίξει ακόμη και “ιερά τέρατα” της ποιητικής παράδοσης, όπως ο ‘Όμηρος. Στην τάση του προς απομυθοποίηση είναι εμφανείς οι επιρροές που δέχτηκε από την Επικούρεια φιλοσοφία.
Συχνά καταλογίζεται στον Λουκιανό ότι ασκεί κριτική χωρίς ουσιαστικά να προτείνει λύσεις, ότι “γκρεμίζει” χωρίς να οικοδομεί κάτι νέο στη θέση των αξιών που αποκαθηλώνει. Μπορεί ωστόσο να υποστηρίξει κανείς ότι με την κριτική του οδηγεί τον αναγνώστη σε μια πιο σοβαρή και υπεύθυνη στάση ζωής, στην πορεία για την εξεύρεση λύσεων.
Αυτός είναι με λίγα λόγια ο Λουκιανός ο Σαμοσατέας. Αλλά εγώ βρίσκομαι εδώ για να επανορθώσω μία αδικία που έχει πλαστεί στο πρόσωπο του Λουκιανού. Πουθενά και κανένας, σε κανένα φιλοσοφικό λεξικό ή άλλο κείμενο που χαρακτηρίζει το έργο φιλοσόφων δεν αναφέρουν τον Λουκιανό ως Επικούρειο. Κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις τον αναφέρουν να πρόσκειται φιλικά στον Επίκουρο. Το έργο του όμως μαρτυρεί την επικούρεια φύση του. Χρησιμοποιεί την επικούρεια λογική, και όχι την Αριστοτελική δηλαδή τον κανόνα σε όλους του τους διαλόγους. Αναζητά την αλήθεια μέσω του κανόνα. Ακολουθεί τον Επίκουρο σε όλες τις ηθικές αντιλήψεις. Εναντιώνεται με πάθος στις προλήψεις και στη δεισιδαιμονία. Ο ίδιος σε επιστολή του στον Κέλσο σχετικά με τον ψευδομάντη γράφει: «Πάνω απ’ όλα, πράγμα που θα σε ευχαριστήσει και σένα είναι για να πάρω εκδίκηση για τον Επίκουρο, εκείνο τον άγιο και υπέροχο άνθρωπο, τον μόνο που με όπλο την αλήθεια ξεχώρισε τα καλά και τα μετέδωσε στον κόσμο και ελευθέρωσε το πνεύμα όσων μαθήτευσαν κοντά του». Στην ίδια επιστολή σε άλλο σημείο. «Γιατί βρίσκοντας τις ΚΥΡΙΕΣ ΔΟΞΕΣ του Επίκουρου το ωραιότερο βιβλίο απ’ όλα, όπως ξέρεις, που περιέχει συνοπτικά τα δόγματα της σοφίας εκείνου του ανθρώπου» και παρακάτω «Πόσα καλά προσφέρει το βιβλίο αυτό σε όσους το διαβάζουν, πόση γαλήνη, αταραξία και ελευθερία γεννά μέσα τους, γλιτώνοντάς από τους φόβους, τα φαντάσματα και τα τέρατα, και από μάταιες ελπίδες και περιττές επιθυμίες, αφού ενσταλάζει φρόνηση και αλήθεια και εξαγνίζει πραγματικά τη σκέψη τους και όχι με δάδες και κρεμμύδια και άλλες τέτοιες χαζομάρες, αλλά με ορθό λόγο, αλήθεια και παρρησία».
Σε άλλο σημείο στην ίδια επιστολή «Ο πόλεμος ενάντια στον Επίκουρο ήταν πραγματικά ανελέητος. Πολύ φυσικό αυτό. Ποιον άλλο θα μπορούσε εύλογα να εχθρεύεται περισσότερο ένας αγύρτης, φίλος της τερατολογίας και εχθρός της αλήθειας, αν όχι τον Επίκουρο, τον άνθρωπο που είδε με καθαρό μάτι τη φύση των πραγμάτων, τον μόνο που γνώρισε την αλήθεια που κρύβεται σ’ αυτά; Γιατί οι Πλατωνικοί, οι Στωικοί και οι πυθαγόρειοι ήταν φίλοι του και μαζί τους είχε συνάψει ειρήνη. Ενώ ο άτεγκτος Επίκουρος – έτσι τον έλεγε.- δικαιολογημένα ήταν ο μεγαλύτερός του εχθρός, γιατί όλα τούτα τα θεωρούσε καταγέλαστα παιδιαρίσματα».
Επίσης αποκαλεί τους Επικούρειους συναγωνιστές λέγοντας «έχοντας πολλούς στο πλευρό μου συναγωνιστές» εννοώντας τους Επικούρειους γιατί ήταν οι μόνοι που ξεκάθαρα εναντιώθηκαν στον Ψευδομάντη.
Σύμφωνα με τα παραπάνω είναι ξεκάθαρο ότι ο Λουκιανός όχι μόνο ενστερνίστηκε την επικούρεια φιλοσοφία αλλά και την εφήρμοσε στην πράξη και είναι αναγκαίο να ονομάζεται ο Επικούρειος Λουκιανός. Και αυτό γιατί αποκαλεί τον Επίκουρο άγιο άνθρωπο που ελευθέρωσε το πνεύμα αυτών που μαθήτευσαν κοντά του. Επίσης χαρακτηρίζει τις Κύριες Δόξες ως το ωραιότερο βιβλίο, το οποίο προσφέρει αταραξία, απελευθερώνει τον άνθρωπο και εξαφανίζει τους φόβους του. Τέλος εφαρμόζει στην πράξη την επικούρεια λογική (κανόνα) σε όλους τους διαλόγους του και ακολούθησε την επικούρεια ηθική την οποία υποστήριζε σε όλη του την ζωή, ενώ πολύ σημαντικό είναι ότι αυτοχαρακτηρίζεται Επικούρειος, αποκαλώντας τους Επικούρειους συναγωνιστές, όπως γράφει στην επιστολή του «Αλέξανδρος ή Ψευδομάντης».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Θ. ΠΕΛΕΓΚΡΙΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΘΥΡΑΘΕΝ
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΚΤΟΣ (17 ΤΟΜΟΙ)
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Livinstone ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑΘΕΝ
ΛΕΞΙΚΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ Ι.Μ.ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΗΝΕΚΕΣ
ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ