Εδώ και χρόνια συζητούνται δύο ενδεχόμενα:
α) Είτε ο Επίκουρος να ήταν άθεος, και να κρύφτηκε πίσω από μία θεολογία γιά να αποφύγει τις διώξεις,
β) Είτε ο Επίκουρος να ήταν πράγματι ευσεβής και, ότι έλεγε το εννοούσε.
Βέβαια ο Κικέρων αναφέρει ρητά ότι η Επικούρεια μέθοδος σκέψης δεν δέχεται διαζευκτικά διλήμματα αλλά αυτό είναι άλλο μεγάλο θέμα.
Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις όμως, ο Επίκουρος, εντάσσοντας την θεολογία του, τον “Περί θείου λόγον” του, μέσα στην φιλοσοφία του, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της συνοχής. Δηλαδή, αν παρομοιάζαμε την φιλοσοφία του με ένα συνεκτικό σύστημα, θα έπρεπε να μπορείς από ένα σημείο να πας σε άλλο. Αν όμως κατασκεύαζε μία θεολογία απλώς γιά να υπάρχει, και να καλύπτεται πίσω της, τότε κινδύνευε να κατασκευάσει κάτι το ξένο, ασύνδετο με τα υπόλοιπα, και θα γινόταν περίγελως, γιατί εκείνη την εποχή αυτά τα καταλάβαιναν αμέσως.
Άρα, γιά να παραμένει συνεκτική η διδασκαλία του, θα έπρεπε εκδηλώνοντας την ευσέβεια προς τους θεούς, να μπορείς να μεταβείς στην φυσική, στην Λογική, στην ηθική.
Και εδώ θα πρέπει να προσδιορίσουμε την “ευσέβεια”. Πράγμα πολύ εύκολο, γιατί το προσδιορίζει ο Λουκρήτιος (στο έργο του “DE RERUM NATURA”, Βιβλίο V, στ. 1200 – 1205) : << Ευσέβεια είναι . . . . . . το να μπορείς τα πάντα να τα αντικρίζεις με λογισμό ατάραχο>>. Και έτσι, αφού “τα πάντα” ανάγονται στην φύση των πραγμάτων, η αταραξία στην ηθική και ο “λογισμός” στον Κανόνα, συνοχή υπάρχει, τουλάχιστον στο πρακτικό μέρος, την βιωματική προσέγγιση της θεολογίας.. Αυτή είναι η ευσέβεια. Ευσέβεια, κατά τον Λουκρήτιο πάντα, δεν είναι να παρουσιάζεσαι με το κεφάλι σου καλυμμένο, να προσκυνάς στραμμένος σε μία πέτρα, να επισκέπτεσαι όλους τους βωμούς, να υψώνεις τα χέρια στα ιερά, να πλέκεις προσευχές την μία μετά την άλλη κλπ.
Όταν όμως μπορείς τα πάντα να τα αντικρίζεις με λογισμό ατάραχο, ουσιαστικά ευσέβεια είναι η μίμηση των θεών, αλλά και η άμιλλα προς τους θεούς, που τελικά λειτουργούν ως πρότυπα, και κατά την άποψή μου ως αρχέτυπα, που σημαίνει ως πρωτότυπα, δηλαδή ως σημεία αναφοράς, αλλά αυτό κάποια στιγμή, αν θέλετε, να το συζητήσουμε άλλη φορά. Έτσι, ο Επικούρειος φθάνει να ζεί ως θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, (“ζήσει δε ως θεός εν ανθρώποις”, Επιστολή προς Μενοικέα, 135) . Αυτό αντιστοιχεί με την “θέωση” που επιδιώκουν άλλες θρησκείες. Μόνο που εκείνη η “θέωση” απαιτεί πολλές θυσίες, νηστείες κλπ, ενώ εδώ όποιος ζεί σύμφωνα με την Επικούρεια φιλοσοφία, θέλει δεν θέλει γίνεται ευσεβής και ανταγωνίζεται στα ίσια τους θεούς σε ευτυχία. Αξιοσημείωτη η αναφορά του Διογένη Οινοανδέα: “Γιατί ούτε μικρά είναι, ούτε ατελέσφορα αυτά που κάνουν την ψυχική μας διάθεση ίδια με των θεών και δείχνουν πως δεν είμαστε κατώτεροι από το μακάριο και άφθαρτο όν, έστω και αν είμαστε θνητοί. Γιατί όσο είμαστε ζωντανοί, είμαστε το ίδιο χαρούμενοι με τους θεούς . . .” (Διογ. Οινοανδέα, “Η Μεγάλη Επιγραφή”, απόσπ. 125, Εκδόσεις “ΘΥΡΑΘΕΝ”).
Έτσι καταλήγουμε ότι η πορεία της ζωής του Επικουρείου, που είναι πορεία μελέτης της φύσης, είναι συγχρόνως και μία πορεία θέωσης – με την Επικούρεια έννοια. Άρα και μία πορεία μύησης, χωρίς όμως μυστική διδασκαλία.
Σ΄ αυτήν την διαδικασία υπάγεται και η συμμετοχή στις θρησκευτικές γιορτές, γιατί σε αυτές τιμούνται τα θεϊκά πρότυπα, καθώς επίσης και η προσευχή.
Ως προς την προσευχή, ο Επίκουρος έλεγε ότι είναι οικείον προς την φύση μας να προσευχόμαστε, και συμβούλευε να προσευχόμαστε, όχι γιατί οι θεοί έχουν ανάγκη από προσευχές, αλλά γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να συλλάβουμε την αξία και την τελειότητα των θεών. Έτσι, η προσευχή, στην πράξη, ενεργοποιεί τις ψυχικές και ηθικές δυνάμεις του ανθρώπου, αλλά επί πλέον ενεργοποιεί και τις εγκεφαλικές του λειτουργίες, διεγείρει τον νού και βοηθάει να έρθει έμπνευση σε αυτόν που προσεύχεται.
Χρόνια τώρα έψαχνα να βρω κάποια προσευχή Επικουρείου, αλλά τελικά βρισκόταν μπροστά μου. Κατά την άποψή μου, ο Λουκρήτιος ξεκινάει το έργο του με μία προσευχή προς την Αφροδίτη. Ο Λουκρήτιος ξεκινάει να γράψει ένα επιστημονικό έργο, μία επιστημονική έρευνα πάνω στην φύση των πραγμάτων. Στην αρχή αναφέρεται συνοπτικά στην δυναμική της φύσης που κινεί τα πράγματα, που την αποδίδει στην Αφροδίτη: “Μητέρα της γενιάς του Αινεία, θεών και ανθρώπων ηδονή, πάνσεπτη Αφροδίτη, . . . . . εσύ δίνεις ζωή στην θάλασσα που πλέουν τα καράβια, και στην καρπερή γή, χάρη σε σένα κάθε πλάσμα ζωντανό γεννιέται και αντικρύζει το φώς του ¨ηλιου . . . . . Σαν προβάλει ανοιξιάτική η μέρα, εσένα πρώτα, θεά, υμνούνε τα πουλιά και διαλαλούν τον ερχομό σου, ανάστατα από την δύναμή σου . . . . ” κλπ Αναζητώντας τρόπο να διεγείρει τις νοητικές του λειτουργίες και να ζωντανεύσει την έμπνευσή του, ο Λουκρήτιος συνεχίζει την προσευχή: “Και αφού μόνη εσύ ορίζεις την φύση των όντων και χωρίς εσένα τίποτε δεν έρχεται να αναδυθεί στις όχθες του θεϊκού φωτός και τίποτε πρόσχαρο και θελκτικό δεν γεννιέται, εσένα λοιπόν ποθώ να έχω σύντροφό μου στην γραφή των στίχων που βάλθηκα να συνθέσω γιά την Φύση των Πραγμάτων. . . .”.
Έτσι, Αφροδίτη, Λουκρήτιος και το έργο του γίνονται ένα.
Γεώργιος Καπλάνης 31/5/2017